παρείας: Difference between revisions
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0511.png Seite 511]] ὁ, s. [[παρώας]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0511.png Seite 511]] ὁ, s. [[παρώας]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />serpent joufflu consacré à Asclépios.<br />'''Étymologie:''' [[παρειά]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰρείας''': -ου, ὁ, ἐρυθρόφαιός τις [[ὄφις]] ἱερὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ἀριστοφ. Πλ. 690, Δημ. 313. 25· ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 8. 12 (ὁ [[παρείας]] ἢ παρούας, οὕτω γὰρ [[Ἀπολλόδωρος]] ἐθέλει), Schneid. εἰς Νικ. Θηρ. σ. 242· παρεῖαι ὄφεις ἐν Κρατίνου Ἀποσπ. 6, σ. 143. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], [[παρώας]] [[ἵππος]], ὁ χρώματος καστανοῦ, («μεταξὺ τεφροῦ καὶ πυρροῦ» Φώτ.), αἱ παρῶαι ἵπποι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 3· παρ’ Ἡσύχ., [[ὡσαύτως]] [[πάρωος]]. | |lstext='''πᾰρείας''': -ου, ὁ, ἐρυθρόφαιός τις [[ὄφις]] ἱερὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ἀριστοφ. Πλ. 690, Δημ. 313. 25· ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 8. 12 (ὁ [[παρείας]] ἢ παρούας, οὕτω γὰρ [[Ἀπολλόδωρος]] ἐθέλει), Schneid. εἰς Νικ. Θηρ. σ. 242· παρεῖαι ὄφεις ἐν Κρατίνου Ἀποσπ. 6, σ. 143. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], [[παρώας]] [[ἵππος]], ὁ χρώματος καστανοῦ, («μεταξὺ τεφροῦ καὶ πυρροῦ» Φώτ.), αἱ παρῶαι ἵπποι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 3· παρ’ Ἡσύχ., [[ὡσαύτως]] [[πάρωος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:08, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, mostly Adj., π. ὄφις A reddish-brown snake, sacred to Asclepius, Cratin.225 (pl.), Ar.Pl.690, D.18.260 (pl.); π. alone, Hyp.Fr.80, Thphr.Char.16.4; ὁ παρείας ἢ παρούας, A οὕτω γὰρ Ἀπολλόδωρος ἐθέλει Ael.NA8.12:—also πάρωος, Philum.Ven.32, Hsch. II παρώας ἵππος a chestnut horse (μεταξὺ τεφροῦ καὶ πυρροῦ Phot.), αἱ παρῶαἱ ἵπποι Arist.HA630a29: fem. παρόα, PPetr. 3p.159 (cf. p.xviii); παραύα, ibid.; παρούα, ib.2p.117 (iii B.C.); cf. μαλοπάραυος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
serpent joufflu consacré à Asclépios.
Étymologie: παρειά.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰρείας: -ου, ὁ, ἐρυθρόφαιός τις ὄφις ἱερὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ἀριστοφ. Πλ. 690, Δημ. 313. 25· ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 8. 12 (ὁ παρείας ἢ παρούας, οὕτω γὰρ Ἀπολλόδωρος ἐθέλει), Schneid. εἰς Νικ. Θηρ. σ. 242· παρεῖαι ὄφεις ἐν Κρατίνου Ἀποσπ. 6, σ. 143. ΙΙ. ὡσαύτως, παρώας ἵππος, ὁ χρώματος καστανοῦ, («μεταξὺ τεφροῦ καὶ πυρροῦ» Φώτ.), αἱ παρῶαι ἵπποι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 3· παρ’ Ἡσύχ., ὡσαύτως πάρωος.
Greek Monolingual
και παρούας και πάρωος, ὁ Α
1. ο πορείας όφις, σταχτοκόκκινο ιερό φίδι του Ασκληπιού
2. (ενν. ίππος) καστανόχρωμο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρειαί. Το ερπετό ονομάστηκε έτσι λόγω της μεγάλης γνάθου του. Ο τ. παρούας έχει προέλθει από επίδραση της λ. οὖς(βλ. και λ. παρώας)].
Greek Monotonic
πᾰρείας: -ου, ὁ, καστανοκόκκινο φίδι, αφιερωμένο στον Ασκληπιό, σε Αριστοφ., Δημ. (άγν. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρείᾱς -ου, ὁ [παρειά] pareias (roodbruine slang, gewijd aan Asclepius).
Russian (Dvoretsky)
πᾰρείας: ου ὁ парей (священная неядовитая змея, посвященная Асклепию) Dem., Arph.