περικρεμάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] (s. [[κρεμάννυμι]]), herumhängen, Sp.; u. im med. περικρέμαμαι, herumhangen, λαγαρὸν δειρῇ [[δέρμα]] περικρέμαται, Paul. Sil. 10 (V, 264); Nonn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] (s. [[κρεμάννυμι]]), herumhängen, Sp.; u. im med. περικρέμαμαι, herumhangen, λαγαρὸν δειρῇ [[δέρμα]] περικρέμαται, Paul. Sil. 10 (V, 264); Nonn.
}}
{{bailly
|btext=suspendre autour de <i>ou</i> à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κρεμάννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περικρεμάννῡμι''': [[κρεμῶ]] [[πέριξ]], τινί τι Ἀνθ. Π. 11. 66, Νόνν. Δ. 26. 254. - Παθ., κρεμῶμαι [[πέριξ]], προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ δοτ., ματρὶ Ἀνθ. Π. 9.78.
|lstext='''περικρεμάννῡμι''': [[κρεμῶ]] [[πέριξ]], τινί τι Ἀνθ. Π. 11. 66, Νόνν. Δ. 26. 254. - Παθ., κρεμῶμαι [[πέριξ]], προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ δοτ., ματρὶ Ἀνθ. Π. 9.78.
}}
{{bailly
|btext=suspendre autour de <i>ou</i> à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κρεμάννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικρεμάννῡμι Medium diacritics: περικρεμάννυμι Low diacritics: περικρεμάννυμι Capitals: ΠΕΡΙΚΡΕΜΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: perikremánnymi Transliteration B: perikremannymi Transliteration C: perikremannymi Beta Code: perikrema/nnumi

English (LSJ)

hang round, τινί τι AP11.66 (Antiphil.), Nonn. D.26.254:—Pass., hang round, cling to, cj. in Plu.2.924b (v. περικεράννυμι ): c. dat., μητρί AP9.78 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 581] (s. κρεμάννυμι), herumhängen, Sp.; u. im med. περικρέμαμαι, herumhangen, λαγαρὸν δειρῇ δέρμα περικρέμαται, Paul. Sil. 10 (V, 264); Nonn.

French (Bailly abrégé)

suspendre autour de ou à, τινι.
Étymologie: περί, κρεμάννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

περικρεμάννῡμι: κρεμῶ πέριξ, τινί τι Ἀνθ. Π. 11. 66, Νόνν. Δ. 26. 254. - Παθ., κρεμῶμαι πέριξ, προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ δοτ., ματρὶ Ἀνθ. Π. 9.78.

Greek Monolingual

ΜΑ
κρεμώ κάτι ολόγυρα
αρχ.
μέσ. περικρεμάννυμαι
κρεμιέμαι γύρω από κάτι, δηλαδή προσκολλώμαι σε κάτι.

Greek Monotonic

περικρεμάννῡμι: κρεμώ ολόγυρα, τί τινι, σε Ανθ. — Παθ., κρεμιέμαι ολόγυρα, κρέμωμαι από παντού, προσκολλώμαι, με δοτ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

περικρεμάννῡμι: привешивать кругом: βοστρύχια κροτάφοις περικρεμάσαι Anth. украсить себя (фальшивыми) локонами.

Middle Liddell


to hang round, τί τινι Anth.:—Pass. to hang round, to cling to, c. dat., Anth.