πηγεσίμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0608.png Seite 608]] dichtwollig, mit dichtwolligem Vließe, [[ἀρνειός]], Il. 3, 197; nach Eust. wollten es Andere »schwarzwollig« erklären.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0608.png Seite 608]] dichtwollig, mit dichtwolligem Vließe, [[ἀρνειός]], Il. 3, 197; nach Eust. wollten es Andere »schwarzwollig« erklären.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à l'épaisse toison.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]], [[μαλλός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πηγεσίμαλλος''': -ον, ὁ πυκνὸν ἔχων μαλλόν, πυκνόμαλλος, ἀρνειὸς Ἰλ. Γ. 197· πρβλ. [[πηγός]].
|lstext='''πηγεσίμαλλος''': -ον, ὁ πυκνὸν ἔχων μαλλόν, πυκνόμαλλος, ἀρνειὸς Ἰλ. Γ. 197· πρβλ. [[πηγός]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à l'épaisse toison.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]], [[μαλλός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγεσίμαλλος Medium diacritics: πηγεσίμαλλος Low diacritics: πηγεσίμαλλος Capitals: ΠΗΓΕΣΙΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: pēgesímallos Transliteration B: pēgesimallos Transliteration C: pigesimallos Beta Code: phgesi/mallos

English (LSJ)

[ῐ], ον, thick-fleeced, ἀρνειός Il.3.197; cf. πηγός.

German (Pape)

[Seite 608] dichtwollig, mit dichtwolligem Vließe, ἀρνειός, Il. 3, 197; nach Eust. wollten es Andere »schwarzwollig« erklären.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'épaisse toison.
Étymologie: πήγνυμι, μαλλός.

Greek (Liddell-Scott)

πηγεσίμαλλος: -ον, ὁ πυκνὸν ἔχων μαλλόν, πυκνόμαλλος, ἀρνειὸς Ἰλ. Γ. 197· πρβλ. πηγός.

English (Autenrieth)

(πήγνῦμι): thickfleeced, Il. 3.197†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγνυμι, με παρέκταση -εσι- κατά τα συνθ. του τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ-μαλλος].

Greek Monotonic

πηγεσίμαλλος: -ον, αυτός που έχει πυκνά μαλλιά, ἀρνειός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πηγεσίμαλλος: (ῐ) πήγνυμι густорунный (ἀρνειός Hom.).

Middle Liddell

πηγεσί-μαλλος, ον,
thick-fleeced, ἀρνειός Il.