πλατύσημος: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0627.png Seite 627]] mit breitem Saum, Vorstoß; ἡ [[πλατύσημος]], tunica laticlavia, die römische Senatorentunica mit breitem Purpursaume, Strab. u. Poll. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0627.png Seite 627]] mit breitem Saum, Vorstoß; ἡ [[πλατύσημος]], tunica laticlavia, die römische Senatorentunica mit breitem Purpursaume, Strab. u. Poll. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> « à large insigne » ; ἡ [[πλατύσημος]], laticlave <i>ou</i> robe des sénateurs romains à large bande de pourpre (<i>lat.</i> tunica laticlavia).<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[σῆμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰτύσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) ὁ ἔχων πλατεῖαν παρυφήν, π. [[χιτών]], Λατ. tunica laticlavia, χιτὼν ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, [[μάλιστα]] ὁ τῶν Ρωμαίων γερουσιαστῶν, Διοδ. Ἐκλογ. 535. 69· [[οὕτως]], ἡ π. ἐσθὴς Ἡρῳδιαν. 3. 11· ἀπολ., ἡ π., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12· ἀντίθετον τῷ ἡ [[στενόσημος]], tunica angusticlavia. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν οἵτινες ἐδικαιοῦντο νὰ φορῶσι πλατύσημον ἐσθῆτα, [[χιλίαρχος]] πλ. Συλλ. Ἐπιγ. 1133. 4., 4023, κ. ἀλλ. | |lstext='''πλᾰτύσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) ὁ ἔχων πλατεῖαν παρυφήν, π. [[χιτών]], Λατ. tunica laticlavia, χιτὼν ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, [[μάλιστα]] ὁ τῶν Ρωμαίων γερουσιαστῶν, Διοδ. Ἐκλογ. 535. 69· [[οὕτως]], ἡ π. ἐσθὴς Ἡρῳδιαν. 3. 11· ἀπολ., ἡ π., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12· ἀντίθετον τῷ ἡ [[στενόσημος]], tunica angusticlavia. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν οἵτινες ἐδικαιοῦντο νὰ φορῶσι πλατύσημον ἐσθῆτα, [[χιλίαρχος]] πλ. Συλλ. Ἐπιγ. 1133. 4., 4023, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (σῆμα) A with broad border, πλατύσημος χιτών = Lat. tunica laticlavia, D.S.36.7, Str.3.5.1; ἡ πλατύσημος ἐσθής Hdn.3.11.2; συι θέσεις PHamb.10.15 (ii A.D.): abs., ἡ πλατύσημος Arr.Epict.1.24.12; cf. στενόσημος. II of those entitled to wear it, χιλίαρχος πλατύσημος = tribunus laticlavius, IG4.588.4 (Argos, ii A.D.), IGRom.3.554 (Tlos), 889 (Adana).
German (Pape)
[Seite 627] mit breitem Saum, Vorstoß; ἡ πλατύσημος, tunica laticlavia, die römische Senatorentunica mit breitem Purpursaume, Strab. u. Poll.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. « à large insigne » ; ἡ πλατύσημος, laticlave ou robe des sénateurs romains à large bande de pourpre (lat. tunica laticlavia).
Étymologie: πλατύς, σῆμα.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύσημος: -ον, (σῆμα) ὁ ἔχων πλατεῖαν παρυφήν, π. χιτών, Λατ. tunica laticlavia, χιτὼν ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, μάλιστα ὁ τῶν Ρωμαίων γερουσιαστῶν, Διοδ. Ἐκλογ. 535. 69· οὕτως, ἡ π. ἐσθὴς Ἡρῳδιαν. 3. 11· ἀπολ., ἡ π., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12· ἀντίθετον τῷ ἡ στενόσημος, tunica angusticlavia. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν οἵτινες ἐδικαιοῦντο νὰ φορῶσι πλατύσημον ἐσθῆτα, χιλίαρχος πλ. Συλλ. Ἐπιγ. 1133. 4., 4023, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για ένδυμα) αυτός που έχει πλατιά παρυφή, φαρδύ γύρο
2. (στη Ρώμη) (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) αυτός που δικαιούται να φορεί τον φερώνυμο χιτώνα
3. φρ. «πλατύσημος χιτών» και «πλατύσημος ἐσθής» — η τήβεννος τών Ρωμαίων συγκλητικών, η οποία είχε πλατιά πορφυρή παρυφή
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πλατύσημος
η φερώνυμη τήβεννος τών Ρωμαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -σημος (< σῆμα)].
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτύσημος: (ῠ) (лат. laticlavius) с широкой каймой (χιτών Diod.).