προλάζυμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0732.png Seite 732]] nur praes., = [[προλαμβάνω]], Eur. Ion. 1027.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0732.png Seite 732]] nur praes., = [[προλαμβάνω]], Eur. Ion. 1027.
}}
{{bailly
|btext=prendre <i>ou</i> saisir d'avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λάζυμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προλάζῠμαι''': ἀποθ., [[λαμβάνω]] πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, [[προαπολαύω]], [[προλάζυμαι]] οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.
|lstext='''προλάζῠμαι''': ἀποθ., [[λαμβάνω]] πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, [[προαπολαύω]], [[προλάζυμαι]] οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=prendre <i>ou</i> saisir d'avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λάζυμαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλάζῠμαι Medium diacritics: προλάζυμαι Low diacritics: προλάζυμαι Capitals: ΠΡΟΛΑΖΥΜΑΙ
Transliteration A: prolázymai Transliteration B: prolazymai Transliteration C: prolazymai Beta Code: prola/zumai

English (LSJ)

receive beforehand or receive by anticipation, c. gen. partit., τῆς ἡδονῆς E.Ion1027.

German (Pape)

[Seite 732] nur praes., = προλαμβάνω, Eur. Ion. 1027.

French (Bailly abrégé)

prendre ou saisir d'avance.
Étymologie: πρό, λάζυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

προλάζῠμαι: ἀποθ., λαμβάνω πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, προαπολαύω, προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, μέρος τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) απολαμβάνω κάτι προηγουμένως ή εκ τών προτέρων, προγεύομαιπρολάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῇς ἡδονῆς» Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λάζυμαι, ιων. τ. του λάζομαι «λαμβάνω»].

Greek Monotonic

προλάζῠμαι: αποθ., λαμβάνω από πριν ή εκ των προτέρων, τινος, μέρος από κάποιο πράγμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προλάζῠμαι: (только praes.) предвосхищать, предвкушать (τῆς ἡδονῆς Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-λάζυμαι eerder grijpen, met gen.; overdr.: π. τῆς ἡδονῆς bij voorbaat genieten Eur. Ion 1027.

Middle Liddell


Dep. to receive beforehand or by anticipation, τινος some of a thing, Eur.