προσανατέλλω: Difference between revisions
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0750.png Seite 750]] poet. [[προσαντέλλω]], dazu, daneben aufgehen, aufsteigen, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσαντέλλουσαν, Eur. Suppl. 688. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0750.png Seite 750]] poet. [[προσαντέλλω]], dazu, daneben aufgehen, aufsteigen, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσαντέλλουσαν, Eur. Suppl. 688. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s'élever vers.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνατέλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσανατέλλω''': ποιητικ. προσαντ-, ἀνυψοῦμαι, [[ἀναβαίνω]], τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσανατέλλουσαν Εὐρ. Ἱκέτ. 688. | |lstext='''προσανατέλλω''': ποιητικ. προσαντ-, ἀνυψοῦμαι, [[ἀναβαίνω]], τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσανατέλλουσαν Εὐρ. Ἱκέτ. 688. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:32, 2 October 2022
English (LSJ)
poet. προσαντ-, rise up to, ἐς οὐρανόν E.Supp. 688.
German (Pape)
[Seite 750] poet. προσαντέλλω, dazu, daneben aufgehen, aufsteigen, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσαντέλλουσαν, Eur. Suppl. 688.
French (Bailly abrégé)
s'élever vers.
Étymologie: πρός, ἀνατέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
προσανατέλλω: ποιητικ. προσαντ-, ἀνυψοῦμαι, ἀναβαίνω, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσανατέλλουσαν Εὐρ. Ἱκέτ. 688.
Greek Monolingual
ΜΑ και ποιητ. τ. προσαντέλλω Α ἀνατέλλω
μσν.
δίνω κάτι σε κάποιον καθώς ανατέλλω («ἡ τῆς ἡμέρας δύναμις... χάριν μοι προσανατέλλουσα», Ανδρ. Κρ.)
αρχ.
ανυψώνομαι περισσότερο («τὴν ἐς οὐρανὸ κόνιν προσανατέλλουσαν», Ευρ.).
Greek Monotonic
προσανατέλλω: ποιητ. προσ-αντ-, ανυψώνομαι, ανεβαίνω προς τα πάνω, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ανατέλλω, poët., opstijgen:. ἐς οὐρανόν ten hemel Eur. Suppl. 688.
Russian (Dvoretsky)
προσανατέλλω: Eur. προσαντέλλω подниматься, вздыматься (εἰς οὐρανόν Eur.).