προφυράω: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] vorher einrühren; Hippocr. u. Sp.; Ar. Av. 462 übertr., προπεφύραται [[λόγος]], die Rede ist im voraus eingerührt, und Thesm. 75, κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστίν, es ist mir ein Unglück eingerührt, bereitet.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] vorher einrühren; Hippocr. u. Sp.; Ar. Av. 462 übertr., προπεφύραται [[λόγος]], die Rede ist im voraus eingerührt, und Thesm. 75, κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστίν, es ist mir ein Unglück eingerührt, bereitet.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pétrir d'avance <i>ou</i> auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φυράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προφῡράω''': ζυμώνω πρότερον· [[ὅπως]] ἐν τῷ παθ., [[μᾶζα]] προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται [[λόγος]], ὁ [[λόγος]] ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.
|lstext='''προφῡράω''': ζυμώνω πρότερον· [[ὅπως]] ἐν τῷ παθ., [[μᾶζα]] προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται [[λόγος]], ὁ [[λόγος]] ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pétrir d'avance <i>ou</i> auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φυράω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:42, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφυράω Medium diacritics: προφυράω Low diacritics: προφυράω Capitals: ΠΡΟΦΥΡΑΩ
Transliteration A: prophyráō Transliteration B: prophyraō Transliteration C: profyrao Beta Code: profura/w

English (LSJ)

A knead beforehand:—Pass., μᾶζα προφυρηθεῖσα Hp. Vict.2.40; also, to be steeped beforehand, οἴνῳ, ὕδατι, Thphr.Od. 23. II metaph., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted, Ar.Av.462; ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον there's a mischief ready brewed for me, Id.Th.75.

German (Pape)

[Seite 798] vorher einrühren; Hippocr. u. Sp.; Ar. Av. 462 übertr., προπεφύραται λόγος, die Rede ist im voraus eingerührt, und Thesm. 75, κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστίν, es ist mir ein Unglück eingerührt, bereitet.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pétrir d'avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, φυράω.

Greek (Liddell-Scott)

προφῡράω: ζυμώνω πρότερον· ὅπως ἐν τῷ παθ., μᾶζα προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται λόγος, ὁ λόγος ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.

Greek Monotonic

προφῡράω: μέλ. -ήσω, ανακατεύω ή ζυμώνω από πριν· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται λόγος, ο λόγος είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

προφῡράω: досл. заранее месить, перен. подготовлять (ἔστιν κακόν μοι μέγα τι προπεφυραμένον Arph.): προπεφύραται λόγος Arph. речь уже готова.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-φυράω vooraf kneden; pass..; μᾶζα προφυρηθεῖσα tevoren gekneed gerstebrood Hp. Vict. 2.40; overdr.. προπεφύραται λόγος εἷς μοι een bijzondere speech is door mij van tevoren door en door gekneed Aristoph. Av. 462.

Middle Liddell

fut. ήσω
to mix up or knead beforehand: metaph. in Pass., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted or brewed, Ar.