πρόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0712.png Seite 712]] vorgeworfen, μὴ ῥιφθῶ κυσὶν [[πρόβλητος]] οἰωνοῖς θ' [[ἕλωρ]], Soph. Ai. 817.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0712.png Seite 712]] vorgeworfen, μὴ ῥιφθῶ κυσὶν [[πρόβλητος]] οἰωνοῖς θ' [[ἕλωρ]], Soph. Ai. 817.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />jeté au-devant de, livré à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόβλητος''': -ον, ὁ ἐρριμμένος ἔξω, Λατ. projectus, κυσὶ [[πρόβλητος]], ἐρριμμένος εἰς τοὺς κύνας, Σοφ. Αἴ. 817.
|lstext='''πρόβλητος''': -ον, ὁ ἐρριμμένος ἔξω, Λατ. projectus, κυσὶ [[πρόβλητος]], ἐρριμμένος εἰς τοὺς κύνας, Σοφ. Αἴ. 817.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />jeté au-devant de, livré à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόβλητος Medium diacritics: πρόβλητος Low diacritics: πρόβλητος Capitals: ΠΡΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: próblētos Transliteration B: problētos Transliteration C: provlitos Beta Code: pro/blhtos

English (LSJ)

ον, A thrown forth or away, κυσὶν π. cast to the dogs, S.Aj.830. II spread, beaten out into plates, ἀργύριον prob.l.in LXX Je.10.5(9).

German (Pape)

[Seite 712] vorgeworfen, μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕλωρ, Soph. Ai. 817.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jeté au-devant de, livré à, τινι.
Étymologie: προβάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβλητος: -ον, ὁ ἐρριμμένος ἔξω, Λατ. projectus, κυσὶ πρόβλητος, ἐρριμμένος εἰς τοὺς κύνας, Σοφ. Αἴ. 817.

Greek Monolingual

-ον, Α προβάλλω
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰκνοῖς θ' ἕλωρ», Σοφ.)
2. (για μέταλλο) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα.

Greek Monotonic

πρόβλητος: -ον (προβάλλω), ριγμένος έξω, πεταμένος μακριά, Λατ. projectus, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόβλητος -ον [προβάλλω] voorgeworpen: met dat.. κυσὶν π. voorgeworpen aan de honden Soph. Ai. 830.

Russian (Dvoretsky)

πρόβλητος: брошенный, кинутый (на съедение) (κυσὶν π. ἕλωρ Soph.).

Middle Liddell

πρόβλητος, ον, προβάλλω
thrown forth, tossed away, Lat. projectus, Soph.