προσταγή: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] ἡ, = [[πρόσταγμα]], Sp., wie Lycophr. 138 Schol. Thuc. 4, 118. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] ἡ, = [[πρόσταγμα]], Sp., wie Lycophr. 138 Schol. Thuc. 4, 118. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[πρόσταγμα]].<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προστᾰγή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318. | |lstext='''προστᾰγή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, = πρόσταγμα (ordinance, command, prescription), LXX Da. 3.28 (95), Sammelb. 3924.15 (i AD), Diog.Oen. 11, Ps.-Plu. Fluv. 6.4, 10.2 ; κατὰ ταγήν τινος τινος J. AJ 1.7.1, al. ; προσταγῇ IG4²(1).497 (Epid., ii/iii AD).
German (Pape)
[Seite 780] ἡ, = πρόσταγμα, Sp., wie Lycophr. 138 Schol. Thuc. 4, 118.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
v. πρόσταγμα.
Étymologie: προστάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
προστᾰγή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προστάσσω
η ενέργεια του προστάζω, πρόσταγμα, κέλευσμα
νεοελλ.
1. διαταγή που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο
2. (ποιν.) δήλωση βούλησης την οποία απευθύνει ένας ιεραρχικά ανώτερος προς έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν ορισμένη συμπεριφορά
αρχ.
1. (η δοτ. ως επίρρ.) προσταγῇ
κατόπιν διαταγής
2. φρ. «κατὰ προσταγήν» — σύμφωνα με διαταγή.
Russian (Dvoretsky)
προστᾰγή: ἡ Plut. = πρόσταγμα.