σπερμολογία: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines [[σπερμολόγος]], Schmarotzerei, Plut. Alc. 36 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines [[σπερμολόγος]], Schmarotzerei, Plut. Alc. 36 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bouffonnerie de parasite.<br />'''Étymologie:''' [[σπερμολόγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπερμολογία''': ἡ, [[φλυαρία]], [[ἀδολεσχία]], Πλουτ. Ἀλκιβ. 36., 2, 63Β, κτλ.
|lstext='''σπερμολογία''': ἡ, [[φλυαρία]], [[ἀδολεσχία]], Πλουτ. Ἀλκιβ. 36., 2, 63Β, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bouffonnerie de parasite.<br />'''Étymologie:''' [[σπερμολόγος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:01, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμολογία Medium diacritics: σπερμολογία Low diacritics: σπερμολογία Capitals: ΣΠΕΡΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: spermología Transliteration B: spermologia Transliteration C: spermologia Beta Code: spermologi/a

English (LSJ)

ἡ, babbling, gossip, Plu.Alc.36, 2.65b, etc.

German (Pape)

[Seite 920] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines σπερμολόγος, Schmarotzerei, Plut. Alc. 36 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bouffonnerie de parasite.
Étymologie: σπερμολόγος.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμολογία: ἡ, φλυαρία, ἀδολεσχία, Πλουτ. Ἀλκιβ. 36., 2, 63Β, κτλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σπερμολόγος
η διάδοση ανεξέλεγκτων και συχνά κακόβουλων φημών (α. «τα δημοσιεύματα ορισμένων εφημερίδων αποτελούν σπερμολογίες» β. «διαμιλλώμενος ύπερβαλέσθαι βωμολοχία και σπερμολογίᾳ», Πλούτ.).

Greek Monotonic

σπερμολογία: ἡ, φλυαρία, αδολεσχία, φημολογία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σπερμολογία:пустословие, бахвальство Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπερμολογία -ας, ἡ [σπερμολόγος] gezwets, praatjes, roddels:. σ. ναυτική zeemans-praatjes Plut. Alc. 36.2.

Middle Liddell

σπερμολογία, ἡ,
babbling, gossip, Plut. [from σπερμολόγος