σπερμολογία: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines [[σπερμολόγος]], Schmarotzerei, Plut. Alc. 36 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines [[σπερμολόγος]], Schmarotzerei, Plut. Alc. 36 u. öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />bouffonnerie de parasite.<br />'''Étymologie:''' [[σπερμολόγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπερμολογία''': ἡ, [[φλυαρία]], [[ἀδολεσχία]], Πλουτ. Ἀλκιβ. 36., 2, 63Β, κτλ. | |lstext='''σπερμολογία''': ἡ, [[φλυαρία]], [[ἀδολεσχία]], Πλουτ. Ἀλκιβ. 36., 2, 63Β, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:01, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, babbling, gossip, Plu.Alc.36, 2.65b, etc.
German (Pape)
[Seite 920] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines σπερμολόγος, Schmarotzerei, Plut. Alc. 36 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bouffonnerie de parasite.
Étymologie: σπερμολόγος.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμολογία: ἡ, φλυαρία, ἀδολεσχία, Πλουτ. Ἀλκιβ. 36., 2, 63Β, κτλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σπερμολόγος
η διάδοση ανεξέλεγκτων και συχνά κακόβουλων φημών (α. «τα δημοσιεύματα ορισμένων εφημερίδων αποτελούν σπερμολογίες» β. «διαμιλλώμενος ύπερβαλέσθαι βωμολοχία και σπερμολογίᾳ», Πλούτ.).
Greek Monotonic
σπερμολογία: ἡ, φλυαρία, αδολεσχία, φημολογία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σπερμολογία: ἡ пустословие, бахвальство Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπερμολογία -ας, ἡ [σπερμολόγος] gezwets, praatjes, roddels:. σ. ναυτική zeemans-praatjes Plut. Alc. 36.2.
Middle Liddell
σπερμολογία, ἡ,
babbling, gossip, Plut. [from σπερμολόγος