στρωματοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] ακος, ὁ, ἡ, der die Aufsicht über Betten, Tischgedecke, Tischzeug u. dgl. hat, Plut. Alex. 57.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] ακος, ὁ, ἡ, der die Aufsicht über Betten, Tischgedecke, Tischzeug u. dgl. hat, Plut. Alex. 57.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[στρώτης]].<br />'''Étymologie:''' [[στρῶμα]], [[φύλαξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στρωμᾰτοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὰ στρώματα, τραπεζομάνδηλα, κτλ., Πλουτ. Ἀλεξ. 57.
|lstext='''στρωμᾰτοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὰ στρώματα, τραπεζομάνδηλα, κτλ., Πλουτ. Ἀλεξ. 57.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[στρώτης]].<br />'''Étymologie:''' [[στρῶμα]], [[φύλαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωμᾰτοφύλαξ Medium diacritics: στρωματοφύλαξ Low diacritics: στρωματοφύλαξ Capitals: ΣΤΡΩΜΑΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: strōmatophýlax Transliteration B: strōmatophylax Transliteration C: stromatofylaks Beta Code: strwmatofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ, one who has the care of the bedding, tablecloths, etc., Plu.Alex.57.

German (Pape)

[Seite 957] ακος, ὁ, ἡ, der die Aufsicht über Betten, Tischgedecke, Tischzeug u. dgl. hat, Plut. Alex. 57.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
c. στρώτης.
Étymologie: στρῶμα, φύλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

στρωμᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὰ στρώματα, τραπεζομάνδηλα, κτλ., Πλουτ. Ἀλεξ. 57.

Greek Monolingual

-ακος, ό, ἡ, Α
φύλακας τών στρωμάτων, αυτός που είχε την επιστασία τών κλινών, τών τραπεζιών κ.α. επίπλων («ὁ ἐπὶ τῶν στρωματοφυλάκων τεταγμένος ἀνήρ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, -ώματος + φύλαξ.

Greek Monotonic

στρωμᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αναλάβει τη φύλαξη των κλινοσκεπασμάτων ή των τραπεζομάντηλων, θαλαμηπόλος ή σερβιτόρος, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρωματοφύλαξ -ακος, ὁ [στρῶμα, φύλαξ] iem. die zorgt voor het linnengoed (beddengoed, tafelkleden etc.).

Russian (Dvoretsky)

στρωμᾰτοφύλαξ: ᾰκος ὁ хранитель постельных или столовых принадлежностей (ковров, скатертей и т. п.) Plut.

Middle Liddell

στρωμᾰτο-φῠ́λαξ, ακος,
one who has the care of the bedding, Plut.