Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στολιδωτός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] adj. verb. von [[στολιδόω]], angezogen; – [[χιτών]], ein faltenreicher Rock, τὰ [[κάτω]], Xen. Cyr. 6, 4, 2, vgl. Poll. 7, 54, mit Falbelas.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] adj. verb. von [[στολιδόω]], angezogen; – [[χιτών]], ein faltenreicher Rock, τὰ [[κάτω]], Xen. Cyr. 6, 4, 2, vgl. Poll. 7, 54, mit Falbelas.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plissé.<br />'''Étymologie:''' [[στολιδόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στολῐδωτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[στολιδόομαι]] ([[στολίς]] ΙΙ), στ. [[χιτών]], μακρὺς [[χιτών]], σχηματίζων πολλὰς πτυχάς, ὡς βλέπομεν ἐν πολλοῖς τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 54.
|lstext='''στολῐδωτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[στολιδόομαι]] ([[στολίς]] ΙΙ), στ. [[χιτών]], μακρὺς [[χιτών]], σχηματίζων πολλὰς πτυχάς, ὡς βλέπομεν ἐν πολλοῖς τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 54.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plissé.<br />'''Étymologie:''' [[στολιδόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολιδωτός Medium diacritics: στολιδωτός Low diacritics: στολιδωτός Capitals: ΣΤΟΛΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: stolidōtós Transliteration B: stolidōtos Transliteration C: stolidotos Beta Code: stolidwto/s

English (LSJ)

ή, όν, (στολίς 11) σ. χιτών a long tunic hanging in many folds, X.Cyr.6.4.2, cf. Poll.7.54.

German (Pape)

[Seite 946] adj. verb. von στολιδόω, angezogen; – χιτών, ein faltenreicher Rock, τὰ κάτω, Xen. Cyr. 6, 4, 2, vgl. Poll. 7, 54, mit Falbelas.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plissé.
Étymologie: στολιδόω.

Greek (Liddell-Scott)

στολῐδωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ στολιδόομαι (στολίς ΙΙ), στ. χιτών, μακρὺς χιτών, σχηματίζων πολλὰς πτυχάς, ὡς βλέπομεν ἐν πολλοῖς τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 54.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στολιδοῦμαι
αυτός που σχηματίζει πτυχές («χιτῶνα πορφυροῦν, ποδήρη, στολιδωτὸν τὰ κάτω», Ξεν.).

Greek Monotonic

στολῐδωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του στολιδόομαι· στολῐδωτὸς χιτών, μακρύς χιτώνας που κρέμεται σχηματίζοντας πολλές πτυχώσεις, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

στολῐδωτός: ниспадающий складками (χιτών Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στολιδωτός -ή -όν [στολιδόομαι] geplooid, met plooien.

Middle Liddell

στολῐδωτός, ή, όν verb. adj. of στολιδόομαι
στ. χιτών a tunic hanging in folds, Xen.