συγκοιμάομαι: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] dep. pass., zusammenliegen, -schlafen; [[δίπους]] [[λέαινα]] συγκοιμωμένη λύκῳ, Aesch. Ag. 1231; vgl. Soph. El. 266; παιδί, Eur. Phoen. 54; γυναικί, Her. 3, 69; Plut. Aristia. et Cat. 6, auch Luc. 6 auch Luc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] dep. pass., zusammenliegen, -schlafen; [[δίπους]] [[λέαινα]] συγκοιμωμένη λύκῳ, Aesch. Ag. 1231; vgl. Soph. El. 266; παιδί, Eur. Phoen. 54; γυναικί, Her. 3, 69; Plut. Aristia. et Cat. 6, auch Luc. 6 auch Luc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> συγκοιμήσομαι, <i>pf.</i> συγκεκοίμημαι;<br />coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], κοιμάομαι. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκοιμάομαι''': παθ., μετὰ μέλλ. -ήσομαι, πρκμ. -κεκοίμημαι, κοιμῶμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69, Λυσί. παρ’ Ἀθην. 535Α˙ ἐπὶ τῆς γυναικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258, Σοφ. Ἠλ. 274, Εὐρ. Φοίν. 54, κλπ.˙ ― ἀπολ., [[μετέχω]] τῆς αὐτῆς κλίνης, ἐπὶ τέκνου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 13. ΙΙ. μεταφ., σ. τοῖς πράγμασι, ἐπὶ ἱστοριογράφου, rebus gestis indormire, Πολυβ. Ἐκλ. Βατ. σ. 401. | |lstext='''συγκοιμάομαι''': παθ., μετὰ μέλλ. -ήσομαι, πρκμ. -κεκοίμημαι, κοιμῶμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69, Λυσί. παρ’ Ἀθην. 535Α˙ ἐπὶ τῆς γυναικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258, Σοφ. Ἠλ. 274, Εὐρ. Φοίν. 54, κλπ.˙ ― ἀπολ., [[μετέχω]] τῆς αὐτῆς κλίνης, ἐπὶ τέκνου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 13. ΙΙ. μεταφ., σ. τοῖς πράγμασι, ἐπὶ ἱστοριογράφου, rebus gestis indormire, Πολυβ. Ἐκλ. Βατ. σ. 401. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:09, 2 October 2022
English (LSJ)
Pass., A sleep with, lie with, of the man, τινι Hdt.3.69, Lys.Fr.4; of the woman, A.Ag.1258, S.El.274, E.Ph.54; of an infant, συγκοιμάσθω τὸ βρέφος αὐτῇ Sor.1.106: abs., to be bedfellows, of children, Arr.Epict.2.22.13. II metaph., σ. τοῖς πράγμασι, of an historian, Plb.12.26D.3; τῷ Ὀρέστῃ συγκεκοίμημαι D.C.60.28.
German (Pape)
[Seite 968] dep. pass., zusammenliegen, -schlafen; δίπους λέαινα συγκοιμωμένη λύκῳ, Aesch. Ag. 1231; vgl. Soph. El. 266; παιδί, Eur. Phoen. 54; γυναικί, Her. 3, 69; Plut. Aristia. et Cat. 6, auch Luc. 6 auch Luc.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
f. συγκοιμήσομαι, pf. συγκεκοίμημαι;
coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κοιμάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοιμάομαι: παθ., μετὰ μέλλ. -ήσομαι, πρκμ. -κεκοίμημαι, κοιμῶμαι ὁμοῦ μετά τινος, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69, Λυσί. παρ’ Ἀθην. 535Α˙ ἐπὶ τῆς γυναικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258, Σοφ. Ἠλ. 274, Εὐρ. Φοίν. 54, κλπ.˙ ― ἀπολ., μετέχω τῆς αὐτῆς κλίνης, ἐπὶ τέκνου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 13. ΙΙ. μεταφ., σ. τοῖς πράγμασι, ἐπὶ ἱστοριογράφου, rebus gestis indormire, Πολυβ. Ἐκλ. Βατ. σ. 401.
Greek Monotonic
συγκοιμάομαι: Παθ., με μέλ. -ήσομαι, παρακ. -κεκοίμημαι· κοιμάμαι μαζί, πλαγιάζω με κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ., Τραγ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κοιμάομαι [σύν, κοιμάω] slapen met, naar bed gaan met, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συγκοιμάομαι: возлежать вместе, разделять ложе (τινι Her., Trag., Arst., Plut.).
Middle Liddell
Pass., with fut. -ήσομαι perf. -κεκοίμημαι
to sleep with, lie with another, c. dat., Hdt., Trag.