Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συλλογιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0976.png Seite 976]] was zusammengebracht, zusammengelesen, gesammelt zu werden pflegt, was zusammenläuft, zusammen zu fließen pflegt; ὕδατα, Arist. meteor. 2, 1; [[φορυτός]], B. A. 63; ἄνθρωποι, Luc. Tox. 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0976.png Seite 976]] was zusammengebracht, zusammengelesen, gesammelt zu werden pflegt, was zusammenläuft, zusammen zu fließen pflegt; ὕδατα, Arist. meteor. 2, 1; [[φορυτός]], B. A. 63; ἄνθρωποι, Luc. Tox. 19.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />rassemblé de toutes parts.<br />'''Étymologie:''' [[συλλογή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συλλογῐμαῖος''': -α, -ον, διατεθειμένος εἰς ἕνωσιν, συνειλεγμένος ἐκ διαφόρων τόπων, ὕδατα (ἀντίθετον τῷ πηγαῖα) Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ἄνθρωποι Λουκ. Τόξ. 19. Ἐπιρρ. συλλογιμαίως, «[[ἅπερ]] οἱ πρότερον βασιλεῖς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα» Νικήτ. Χρόν. σ. 150Β.
|lstext='''συλλογῐμαῖος''': -α, -ον, διατεθειμένος εἰς ἕνωσιν, συνειλεγμένος ἐκ διαφόρων τόπων, ὕδατα (ἀντίθετον τῷ πηγαῖα) Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ἄνθρωποι Λουκ. Τόξ. 19. Ἐπιρρ. συλλογιμαίως, «[[ἅπερ]] οἱ πρότερον βασιλεῖς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα» Νικήτ. Χρόν. σ. 150Β.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />rassemblé de toutes parts.<br />'''Étymologie:''' [[συλλογή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλογῐμαῖος Medium diacritics: συλλογιμαῖος Low diacritics: συλλογιμαίος Capitals: ΣΥΛΛΟΓΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: syllogimaîos Transliteration B: syllogimaios Transliteration C: syllogimaios Beta Code: sullogimai=os

English (LSJ)

α, ον, collected from divers places, ὕδατα (opp. πηγαῖα) Arist.Mete.353b23; ἄνθρωποι Luc.Tox.19; σ. φορυτός, of a man, Com.Adesp.906.

German (Pape)

[Seite 976] was zusammengebracht, zusammengelesen, gesammelt zu werden pflegt, was zusammenläuft, zusammen zu fließen pflegt; ὕδατα, Arist. meteor. 2, 1; φορυτός, B. A. 63; ἄνθρωποι, Luc. Tox. 19.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rassemblé de toutes parts.
Étymologie: συλλογή.

Greek (Liddell-Scott)

συλλογῐμαῖος: -α, -ον, διατεθειμένος εἰς ἕνωσιν, συνειλεγμένος ἐκ διαφόρων τόπων, ὕδατα (ἀντίθετον τῷ πηγαῖα) Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ἄνθρωποι Λουκ. Τόξ. 19. Ἐπιρρ. συλλογιμαίως, «ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῖς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα» Νικήτ. Χρόν. σ. 150Β.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν.
β. «συλλογιμαῖα ὕδατα», Αριστοτ.).
επίρρ...
συλλογιμαίως Μ
με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλογή + κατάλ. -(ι)μαῖος (πρβλ. ἐπιστολ-ιμαῖος, ὑποβολ-ιμαῖος)].

Greek Monotonic

συλλογῐμαῖος: -α, -ον, μαζεμένος, συνηγμένος από διαφόρους τόπους, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συλλογῐμαῖος:
1) стекающийся (ὕδατα Arst.);
2) собравшийся отовсюду (ἄνθρωποι Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλογιμαῖος -α -ον [σύλλογος] verzameld, bijeengebracht.

Middle Liddell

συλλογῐμαῖος, η, ον
collected from divers places, Luc.