Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνουσιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunousiastiko/s
|Beta Code=sunousiastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sociable]], <b class="b3">ξυμποτικὸς καὶ ξ</b>. <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1209</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[capable of holding intercourse with]], ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός <span class="title">Corp.Herm.</span>12.19. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[promoting sexual intercourse]], [[aphrodisiac]], <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.199</span>, <span class="bibl">Paul.Aeg.1.79</span>; <b class="b3">σ. τόπος, μόρια</b>, <span class="bibl">Heph.Astr.1.1</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.177. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[lewd]], [[salacious]], <span class="bibl">Ph.2.22</span> (Sup.).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sociable]], <b class="b3">ξυμποτικὸς καὶ ξ</b>. <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1209</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[capable of holding intercourse with]], ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός <span class="title">Corp.Herm.</span>12.19. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[promoting sexual intercourse]], [[aphrodisiac]], <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.199</span>, <span class="bibl">Paul.Aeg.1.79</span>; <b class="b3">σ. τόπος, μόρια</b>, <span class="bibl">Heph.Astr.1.1</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.177. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[lewd]], [[salacious]], <span class="bibl">Ph.2.22</span> (Sup.).</span>
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui sait vivre en société, sociable;<br /><b>2</b> aphrodisiaque;<br /><b>3</b> libertin.<br />'''Étymologie:''' [[συνουσιάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνουσιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς συναναστροφήν, [[κοινωνικός]], Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, [[ἀφροδισιακός]], Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) [[λάγνος]], [[ἀσελγής]], Φίλων 2. 22, κτλ.
|lstext='''συνουσιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς συναναστροφήν, [[κοινωνικός]], Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, [[ἀφροδισιακός]], Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) [[λάγνος]], [[ἀσελγής]], Φίλων 2. 22, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui sait vivre en société, sociable;<br /><b>2</b> aphrodisiaque;<br /><b>3</b> libertin.<br />'''Étymologie:''' [[συνουσιάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:32, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνουσιαστικός Medium diacritics: συνουσιαστικός Low diacritics: συνουσιαστικός Capitals: ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synousiastikós Transliteration B: synousiastikos Transliteration C: synousiastikos Beta Code: sunousiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A sociable, ξυμποτικὸς καὶ ξ. Ar.V.1209. 2 capable of holding intercourse with, ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός Corp.Herm.12.19. II promoting sexual intercourse, aphrodisiac, Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; σ. τόπος, μόρια, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.2.177. 2 lewd, salacious, Ph.2.22 (Sup.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui sait vivre en société, sociable;
2 aphrodisiaque;
3 libertin.
Étymologie: συνουσιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

συνουσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφήν, κοινωνικός, Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἀφροδισιακός, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) λάγνος, ἀσελγής, Φίλων 2. 22, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνουσιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνουσιαστής
αφροδισιακός
αρχ.
1. κοινωνικός
2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.)
3. λάγνος, ασελγής.

Greek Monotonic

συνουσιαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι κατάλληλος για συναναστροφή, αυτός που διαθέτει κοινωνικότητα, κοινωνικός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνουσιαστικός: умеющий вести себя в обществе, светский Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνουσιαστικός -ή -ον [συνουσιάζω] gezellig in de omgang.

Middle Liddell

συνουσιαστικός, ή, όν
suited for society, sociable, Ar.