σύναρχος: Difference between revisions

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] mitherrschend, Arist. pol. 3, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] mitherrschend, Arist. pol. 3, 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui participe au pouvoir ; ὁ [[σύναρχος]] collègue.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύναρχος''': -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, [[μέτοχος]] ἐν τῷ ἀξιώματι, [[σύντροφος]] ἐν τῇ ἀρχῇ, συνάρχων, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16. 12, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1345, Κερκυρ. αὐτόθ. 1847-49b, Δίων Κ. 67. 15.
|lstext='''σύναρχος''': -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, [[μέτοχος]] ἐν τῷ ἀξιώματι, [[σύντροφος]] ἐν τῇ ἀρχῇ, συνάρχων, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16. 12, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1345, Κερκυρ. αὐτόθ. 1847-49b, Δίων Κ. 67. 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui participe au pouvoir ; ὁ [[σύναρχος]] collègue.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:41, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναρχος Medium diacritics: σύναρχος Low diacritics: σύναρχος Capitals: ΣΥΝΑΡΧΟΣ
Transliteration A: sýnarchos Transliteration B: synarchos Transliteration C: synarchos Beta Code: su/narxos

English (LSJ)

ὁ, partner in office, colleague, Arist.Pol.1287b31, IG5(1).124 (Laconia), 9(1).706 (Corc., iv B.C.), al., v.l. in D.C. 67.15.

German (Pape)

[Seite 1004] mitherrschend, Arist. pol. 3, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui participe au pouvoir ; ὁ σύναρχος collègue.
Étymologie: σύν, ἄρχω.

Greek (Liddell-Scott)

σύναρχος: -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, μέτοχος ἐν τῷ ἀξιώματι, σύντροφος ἐν τῇ ἀρχῇ, συνάρχων, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16. 12, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1345, Κερκυρ. αὐτόθ. 1847-49b, Δίων Κ. 67. 15.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. σύναρχος -ον, Α
αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αρχος].

Greek Monotonic

σύναρχος: -ον, αυτός που ασκεί εξουσία από κοινού με άλλους, που μετέχει στα αξιώματα, συνάρχοντας, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σύναρχος:соправитель Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύν-αρχος -ου, ὁ collega-bestuurder, ambtgenoot, collega.

Middle Liddell

σύν-αρχος, ον,
a partner in office, colleague, Arist.