σύναψις: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5 $6")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] ἡ, Verbindung, ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν, Plat. Theaet. 195 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] ἡ, Verbindung, ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν, Plat. Theaet. 195 c.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de joindre, liaison, union.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύναψις''': ἡ, = [[συναφή]], [[συνάφεια]], [[σύνδεσις]], [[ἕνωσις]], [[ἐπαφή]], Ἀριστ. Φυσ. 5. 3, 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 14· ἡ σ. τινος [[πρός]] τι Πλάτ. Θεαίτ. 195C· ― ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 40C, Πλούτ., κλπ. 2) ὁ τοῦ γάμου [[δεσμός]], Θεόδ. Στουδ. σ. 13Ε. ΙΙ. τὸ [[σημεῖον]] ἢ ἡ γραμμὴ τῆς ἑνώσεως, ἡ σ. τῶν στιγμῶν Ἀριστ. π. Ἀτόμ. Γραμμ. 46· τῶν πλευρῶν ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 23, 5· τῆς θερμαστρίδος [[αὐτόθι]] 21, 2· τοῦ [[ἥπατος]] τῇ μεγάλῃ φλεβὶ ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 32· τῆς ἀορτῆς (δηλ. τῷ πλεύμονι) ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 14. ΙΙΙ. ὡς συγκεκριμένον, [[ἕνωσις]], συλλογὴ (ἐπὶ ἀστέρων), ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 6, 11. IV. Σύνδεσμος, συνεννόησις, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ΙϚ΄, 20).
|lstext='''σύναψις''': ἡ, = [[συναφή]], [[συνάφεια]], [[σύνδεσις]], [[ἕνωσις]], [[ἐπαφή]], Ἀριστ. Φυσ. 5. 3, 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 14· ἡ σ. τινος [[πρός]] τι Πλάτ. Θεαίτ. 195C· ― ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 40C, Πλούτ., κλπ. 2) ὁ τοῦ γάμου [[δεσμός]], Θεόδ. Στουδ. σ. 13Ε. ΙΙ. τὸ [[σημεῖον]] ἢ ἡ γραμμὴ τῆς ἑνώσεως, ἡ σ. τῶν στιγμῶν Ἀριστ. π. Ἀτόμ. Γραμμ. 46· τῶν πλευρῶν ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 23, 5· τῆς θερμαστρίδος [[αὐτόθι]] 21, 2· τοῦ [[ἥπατος]] τῇ μεγάλῃ φλεβὶ ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 32· τῆς ἀορτῆς (δηλ. τῷ πλεύμονι) ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 14. ΙΙΙ. ὡς συγκεκριμένον, [[ἕνωσις]], συλλογὴ (ἐπὶ ἀστέρων), ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 6, 11. IV. Σύνδεσμος, συνεννόησις, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ΙϚ΄, 20).
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de joindre, liaison, union.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 09:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναψις Medium diacritics: σύναψις Low diacritics: σύναψις Capitals: ΣΥΝΑΨΙΣ
Transliteration A: sýnapsis Transliteration B: synapsis Transliteration C: synapsis Beta Code: su/nayis

English (LSJ)

εως, ἡ, A = συναφή, contact, Arist.Ph.227a15, Metaph.1069a9, LI971b22, Thphr.Sens.73; ἡ σ. αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν Pl.Tht. 195d: pl., Id.Ti.40c, Plu.2.558f, etc.; dub. in Heraclit.10. II point or line of junction, τῶν πλευρῶν Arist.Mech.854b39; τῆς θερμαστρίδος ib.854a23; τοῦ ἥπατος τῇ μεγάλῃ φλεβί Id.PA667b8; τῆς ἀορτῆς (sc. τῷ πλεύμονι) Id.HA513b13. III in concrete sense, union, cluster (of stars), Id.Mete.343b8. 2 enumeration of misdeeds, deeds, PFlor.295.7 (vi A.D.). IV league, LXX 3 Ki.16.20, 4 Ki. 10.34.

German (Pape)

[Seite 1006] ἡ, Verbindung, ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν, Plat. Theaet. 195 c.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de joindre, liaison, union.
Étymologie: συνάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

σύναψις: ἡ, = συναφή, συνάφεια, σύνδεσις, ἕνωσις, ἐπαφή, Ἀριστ. Φυσ. 5. 3, 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 14· ἡ σ. τινος πρός τι Πλάτ. Θεαίτ. 195C· ― ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 40C, Πλούτ., κλπ. 2) ὁ τοῦ γάμου δεσμός, Θεόδ. Στουδ. σ. 13Ε. ΙΙ. τὸ σημεῖον ἢ ἡ γραμμὴ τῆς ἑνώσεως, ἡ σ. τῶν στιγμῶν Ἀριστ. π. Ἀτόμ. Γραμμ. 46· τῶν πλευρῶν ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 23, 5· τῆς θερμαστρίδος αὐτόθι 21, 2· τοῦ ἥπατος τῇ μεγάλῃ φλεβὶ ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 32· τῆς ἀορτῆς (δηλ. τῷ πλεύμονι) ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 14. ΙΙΙ. ὡς συγκεκριμένον, ἕνωσις, συλλογὴ (ἐπὶ ἀστέρων), ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 6, 11. IV. Σύνδεσμος, συνεννόησις, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ΙϚ΄, 20).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύναψις -εως, ἡ [συνάπτω] verbinding, contact; astrol. conjunctie.

Russian (Dvoretsky)

σύναψις: εως ἡ
1) соприкосновение, соединение, сочетание, связь (Arst., Plut.; ἡ σ. τινος πρός τι Plat.);
2) собрание, скопление (sc. τῶν ἀστέρων Arst.).