τανύπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1067.png Seite 1067]] mit langen od. großen Seiten, πέτροι Ep. ad. Byz. 15 (IX, 656).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1067.png Seite 1067]] mit langen od. großen Seiten, πέτροι Ep. ad. Byz. 15 (IX, 656).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux larges flancs, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πλευρά]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰνύπλευρος''': [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακράς, μεγάλας πλευράς, [[πελώριος]], μέγιστος, πέτροι Ἀνθ. Π. 9. 656.
|lstext='''τᾰνύπλευρος''': [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακράς, μεγάλας πλευράς, [[πελώριος]], μέγιστος, πέτροι Ἀνθ. Π. 9. 656.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux larges flancs, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πλευρά]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύπλευρος Medium diacritics: τανύπλευρος Low diacritics: τανύπλευρος Capitals: ΤΑΝΥΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: tanýpleuros Transliteration B: tanypleuros Transliteration C: tanyplevros Beta Code: tanu/pleuros

English (LSJ)

ον, long-sided, enormous, πέτροι AP9.656.

German (Pape)

[Seite 1067] mit langen od. großen Seiten, πέτροι Ep. ad. Byz. 15 (IX, 656).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux larges flancs, énorme.
Étymologie: τανύω, πλευρά.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακράς, μεγάλας πλευράς, πελώριος, μέγιστος, πέτροι Ἀνθ. Π. 9. 656.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, τεράστιος, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ-πλευρος].

Greek Monotonic

τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον (τανύω, πλευρά), αυτός που έχει μακριά σε μήκος πλευρά, πελώριος, μέγιστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύπλευρος: широкобокий, т. е. огромный (πέτροι Anth.).

Middle Liddell

τᾰνύ-˘πλευρος, ον, τανύω, πλευρά
long-sided, enormous, Anth.