τετράτρυφος: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] in vier Stücke gebrochen, od. was in vier Stücke gebrochen werden kann, [[ἄρτος]], Hes. O. 444. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] in vier Stücke gebrochen, od. was in vier Stücke gebrochen werden kann, [[ἄρτος]], Hes. O. 444. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut rompre en quatre.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[θρύπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράτρῠφος''': -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα [[σταυροειδῶς]]» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. [[ὀκτάβλωμος]]. | |lstext='''τετράτρῠφος''': -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα [[σταυροειδῶς]]» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. [[ὀκτάβλωμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (θρύπτω) broken into four pieces, Hes.Op.442; cf. ὀκτάβλωμος.
German (Pape)
[Seite 1099] in vier Stücke gebrochen, od. was in vier Stücke gebrochen werden kann, ἄρτος, Hes. O. 444.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut rompre en quatre.
Étymologie: τέσσαρες, θρύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
τετράτρῠφος: -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα σταυροειδῶς» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. ὀκτάβλωμος.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο τεμαχισμένος σε τέσσερα μέρη («ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τρύφος «θρύμμα, κομμάτι» (< θρύπτω)].
Greek Monotonic
τετράτρῠφος: -ον (θρύπτω), σπασμένος σε τέσσερα κομμάτια, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
τετράτρῠφος: разломанный на четыре куска Hes.