τεκνοῦς: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1083.png Seite 1083]] οῦσσα, οῦν, statt [[τεκνόεις]], εσσα, εν, Kinder habend, Soph. Trach. 308. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1083.png Seite 1083]] οῦσσα, οῦν, statt [[τεκνόεις]], εσσα, εν, Kinder habend, Soph. Trach. 308. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦσσα, οῦν :<br />qui a des enfants.<br />'''Étymologie:''' [[τέκνον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεκνοῦς''': οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ [[τεκνοῦσα]], ἡ [[τεκοῦσα]], ἡ [[γεννήσασα]] (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ. | |lstext='''τεκνοῦς''': οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ [[τεκνοῦσα]], ἡ [[τεκοῦσα]], ἡ [[γεννήσασα]] (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:00, 2 October 2022
English (LSJ)
τεκνοῦσσα, τεκνοῦν, contr. for τεκνόεις, τεκνόεσσα, τεκνόεν, having children, ἄνανδρος ἢ τεκνοῦσσα (Brunck for τεκνοῦσα or τεκοῦσα) S.Tr.308 (v. παιδοῦς); οἶνον, ὃς . . τὰς γυναῖκας τεκνούσσας ποιεῖ Thphr.HP9.18.10, as cited by Ath.1.31f (τεκνούσας codd.Ath., ἀτέκνους codd.Thphr.); αἱ τεκνοῦσαι, opp. αἱ ἀειπάρθενοι, D.C.56.10 codd.
German (Pape)
[Seite 1083] οῦσσα, οῦν, statt τεκνόεις, εσσα, εν, Kinder habend, Soph. Trach. 308.
French (Bailly abrégé)
οῦσσα, οῦν :
qui a des enfants.
Étymologie: τέκνον.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ τεκνοῦσα, ἡ τεκοῦσα, ἡ γεννήσασα (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ.
Greek Monolingual
-οῦσσα, -οῦν και τεκνόεις, -εσσα, -εν, Α
αυτός που έχει πολλά παιδιά, πολύτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + κατάλ. -οῦς (< -όεις με συναίρεση, βλ. και λ. -όεις)].
Greek Monotonic
τεκνοῦς: -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί τεκνόεις, -εσσα, -εν, που έχει γεννήσει παιδιά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν имеющий детей Soph.
Middle Liddell
τεκνοῦς, οῦσσα, οῦν, ξοντρ. φορ τεκνόεις, εσσα, εν
having borne children, Soph.