τρίπαλτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1145.png Seite 1145]] dreifach, dreimal geschwungen, d. i. mit großer Gewalt geschwungen, Aesch. πήματα, sehr heftig, Spt. 972. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1145.png Seite 1145]] dreifach, dreimal geschwungen, d. i. mit großer Gewalt geschwungen, Aesch. πήματα, sehr heftig, Spt. 972. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />lancé <i>ou</i> qui frappe avec une force triple ; violent.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πάλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίπαλτος''': -ον, ([[πάλλω]]) ὁ τρὶς παλθείς, ἀνασεισθείς· μεταφ., τριπλοῦς, πολλαπλοῦς, [[ποικίλος]], τριπάλτων πημάτων, «πολυορμήτων, πολυκινήτων, σφοδρῶς πηδησάντων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 985· πρβλ. [[δίπαλτος]]. | |lstext='''τρίπαλτος''': -ον, ([[πάλλω]]) ὁ τρὶς παλθείς, ἀνασεισθείς· μεταφ., τριπλοῦς, πολλαπλοῦς, [[ποικίλος]], τριπάλτων πημάτων, «πολυορμήτων, πολυκινήτων, σφοδρῶς πηδησάντων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 985· πρβλ. [[δίπαλτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (πάλλω) thrice-brandished: metaph., threefold, manifold, A.Th. 990 (lyr., dub. l.).
German (Pape)
[Seite 1145] dreifach, dreimal geschwungen, d. i. mit großer Gewalt geschwungen, Aesch. πήματα, sehr heftig, Spt. 972.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lancé ou qui frappe avec une force triple ; violent.
Étymologie: τρεῖς, πάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπαλτος: -ον, (πάλλω) ὁ τρὶς παλθείς, ἀνασεισθείς· μεταφ., τριπλοῦς, πολλαπλοῦς, ποικίλος, τριπάλτων πημάτων, «πολυορμήτων, πολυκινήτων, σφοδρῶς πηδησάντων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 985· πρβλ. δίπαλτος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός τον οποίο έχουν ανασείσει τρεις φορές, σφοδρότατος («τριπάλτων πημάτων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + παλτός (< πάλλω)].
Greek Monotonic
τρίπαλτος: -ον (πάλλω), αυτός που πάλλεται τρεις φορές· μεταφ., τριπλός, πολλαπλός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τρίπαλτος: досл. брошенный с тройного размаха, перен. утроенный, тройной (πήματα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίπαλτος -ον [τρι -, πάλλω] driemaal geschud; zeer hevig:. τρίπαλτα πήματα zeer hevige ellende Aeschl. Sept. 985 (lyr., tekst onzeker).
Middle Liddell
τρί-παλτος, ον, πάλλω
thrice-brandished; metaph. threefold, manifold, Aesch.