τυκίζω: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=tuki/zw | |Beta Code=tuki/zw | ||
|Definition=([[τύκος]]) [[work stones]], λίθους <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1138</span>. | |Definition=([[τύκος]]) [[work stones]], λίθους <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1138</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=tailler de la pierre avec le pic <i>ou</i> le ciseau.<br />'''Étymologie:''' [[τύκος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῠκίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ([[τύκος]]) [[κολάπτω]], [[κόπτω]], ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138. | |lstext='''τῠκίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ([[τύκος]]) [[κολάπτω]], [[κόπτω]], ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:10, 2 October 2022
English (LSJ)
(τύκος) work stones, λίθους Ar.Av.1138.
French (Bailly abrégé)
tailler de la pierre avec le pic ou le ciseau.
Étymologie: τύκος.
Greek (Liddell-Scott)
τῠκίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τύκος) κολάπτω, κόπτω, ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138.
Greek Monolingual
ΜΑ τύκος
μσν.
κτίζω (ἐξ oὗ καὶ τυκίζω τὸ κτίζω», Ευστ.)
αρχ.
κατεργάζομαι λίθους, πελεκώ λίθους.
Greek Monotonic
τῠκίζω: Αττ. μέλ. τυκιῶ, (τύκος), πελεκάω λίθους, επεξεργάζομαι την πέτρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τῠκίζω: обтесывать, тесать (λίθους Arph.).