φαλαντίας: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] ὁ, = [[φαλανθίας]], [[varia lectio|v.l.]] bei Luc., Poll. 2, 26. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] ὁ, = [[φαλανθίας]], [[varia lectio|v.l.]] bei Luc., Poll. 2, 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />chauve sur le front.<br />'''Étymologie:''' [[φαλός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰλαντίας''': -ου, ὁ, [[φαλακρός]], Λουκ. Φιλοψευδ. 18. | |lstext='''φᾰλαντίας''': -ου, ὁ, [[φαλακρός]], Λουκ. Φιλοψευδ. 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:21, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, bald man, Luc.Philops.18.
German (Pape)
[Seite 1253] ὁ, = φαλανθίας, v.l. bei Luc., Poll. 2, 26.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chauve sur le front.
Étymologie: φαλός.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός, Λουκ. Φιλοψευδ. 18.
Greek Monolingual
ὁ, Α
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + επίθημα -ίας (πρβλ. μετωπ-ίας). Το -ντ- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε -αντος (πρβλ. ἀθέρμ-αντος, ἀλεύκ-αντος)].
Greek Monotonic
φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός άντρας, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
φᾰλαντίας: ου adj. m Luc. = φάλανθος.