φαρμακώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1257.png Seite 1257]] ες, von der Art eines [[φάρμακον]], einem Arzneimittel, Gifte, Zaubermittel ähnlich, Theophr. u. A.; [[ὕδωρ]], heilsam, Plut. Ant. 47.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1257.png Seite 1257]] ες, von der Art eines [[φάρμακον]], einem Arzneimittel, Gifte, Zaubermittel ähnlich, Theophr. u. A.; [[ὕδωρ]], heilsam, Plut. Ant. 47.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />de la nature d'une drogue, <i>d'où</i><br /><b>1</b> médicinal, salutaire ; τὸ φαρμακώδες PLUT les drogues, les remèdes;<br /><b>2</b> vénéneux, empoisonné.<br />'''Étymologie:''' [[φάρμακον]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων τὴν φύσιν ἢ τὰς ἰδιότητας φαρμάκου, 1) [[θεραπευτικός]], [[ἰαματικός]], Ἀριστ. π. τὰ. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, π. Θαυμ. 77, Προβλ. 1. 40, Θεόφρ. τὸ φαρμ. Πλούτ. 2. 17Β. 2) [[δηλητηριώδης]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 47., 2. 974C, κλπ.
|lstext='''φαρμᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων τὴν φύσιν ἢ τὰς ἰδιότητας φαρμάκου, 1) [[θεραπευτικός]], [[ἰαματικός]], Ἀριστ. π. τὰ. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, π. Θαυμ. 77, Προβλ. 1. 40, Θεόφρ. τὸ φαρμ. Πλούτ. 2. 17Β. 2) [[δηλητηριώδης]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 47., 2. 974C, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />de la nature d'une drogue, <i>d'où</i><br /><b>1</b> médicinal, salutaire ; τὸ φαρμακώδες PLUT les drogues, les remèdes;<br /><b>2</b> vénéneux, empoisonné.<br />'''Étymologie:''' [[φάρμακον]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκώδης Medium diacritics: φαρμακώδης Low diacritics: φαρμακώδης Capitals: ΦΑΡΜΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: pharmakṓdēs Transliteration B: pharmakōdēs Transliteration C: farmakodis Beta Code: farmakw/dhs

English (LSJ)

ες, A of the nature of a φάρμακον, 1 medicinal, Arist.HA624a18, Mir.835b32, Pr.863b32; γάλα Thphr.HP9.15.4 (Sup.); χυμοί Id.CP6.4.6 (Comp.); ποτήματα Sor.2.29; τὰ -ωδέστερα φάρμακα ib.33. 2 poisonous, Plu.Ant. 47, 2.974c; poisoned, τοξεύματα Dsc.3.80; τὸ φ. Plu.2.17b. 3 of places, rich in medicinal herbs, Thphr.HP9.15.4 (Posit. and Sup.).

German (Pape)

[Seite 1257] ες, von der Art eines φάρμακον, einem Arzneimittel, Gifte, Zaubermittel ähnlich, Theophr. u. A.; ὕδωρ, heilsam, Plut. Ant. 47.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de la nature d'une drogue, d'où
1 médicinal, salutaire ; τὸ φαρμακώδες PLUT les drogues, les remèdes;
2 vénéneux, empoisonné.
Étymologie: φάρμακον, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν ἢ τὰς ἰδιότητας φαρμάκου, 1) θεραπευτικός, ἰαματικός, Ἀριστ. π. τὰ. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, π. Θαυμ. 77, Προβλ. 1. 40, Θεόφρ. τὸ φαρμ. Πλούτ. 2. 17Β. 2) δηλητηριώδης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 47., 2. 974C, κλπ.

Greek Monolingual

-ες / φαρμακώδης, -ῶδες, ΝΑ [[[φάρμακο]](ν)]
1. αυτός που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, θεραπευτικός
2. δηλητηριώδης
αρχ.
1. δηλητηριασμένος
2. (για τόπο) πλούσιος σε φαρμακευτικά βότανα
3. βαφικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαρμακῶδες·πικρή γεύση, φαρμακίλα.

Greek Monotonic

φαρμᾰκώδης: -ες (εἶδος),
1. αυτός που ταιριάζει στη φύση του φαρμάκου, θεραπευτικός, σε Αριστ.
2. δηλητηριώδης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκώδης:
1) целительный, целебный (ἀλοιφή Arst.);
2) словно отравленный, т. е. нездоровый, негодный для питья (ὕδωρ Plut.);
3) похожий на лекарство, т. е. неприятный на вкус (ὥσπερ ἀλόη Plut.).

Middle Liddell

φαρμᾰκ-ώδης, ες εἶδος
1. of the nature of a φάρμακον, medicinal, Arist.
2. poisonous, Plut.