φιλοπονία: Difference between revisions
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] ἡ, Liebe, Lust zur Arbeit, Arbeitsamkeit; Plat. Rep. VII, 535 c; καὶ [[καρτερία]] Alc. I, 122 c; [[περί]] τι, Isocr. 1, 45; Pol. 8, 12, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] ἡ, Liebe, Lust zur Arbeit, Arbeitsamkeit; Plat. Rep. VII, 535 c; καὶ [[καρτερία]] Alc. I, 122 c; [[περί]] τι, Isocr. 1, 45; Pol. 8, 12, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />amour du travail, habitudes laborieuses.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόπονος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοπονία''': ἡ, ἡ πρὸς τοὺς κόπους [[ἀγάπη]], ἡ [[ἀγάπη]] τῆς ἐργασίας, ἐργατικότης, [[φιλεργία]], Πλάτ. Πολ. 535C, D· φιλ. καὶ [[καρτερία]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 122C· ἡ [[περί]] τι φ. Ἰσοκρ. 12Α· πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. §, 310, Πολύβ., κλπ.· φ. τινός, ἡ μετὰ κόπου [[ἐξεργασία]] πράγματός τινος, Δημ. 1408, 21· οὕτω, φ. ἐν τοῖς γυμνασίοις ὁ αὐτ. 1409. 11. | |lstext='''φῐλοπονία''': ἡ, ἡ πρὸς τοὺς κόπους [[ἀγάπη]], ἡ [[ἀγάπη]] τῆς ἐργασίας, ἐργατικότης, [[φιλεργία]], Πλάτ. Πολ. 535C, D· φιλ. καὶ [[καρτερία]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 122C· ἡ [[περί]] τι φ. Ἰσοκρ. 12Α· πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. §, 310, Πολύβ., κλπ.· φ. τινός, ἡ μετὰ κόπου [[ἐξεργασία]] πράγματός τινος, Δημ. 1408, 21· οὕτω, φ. ἐν τοῖς γυμνασίοις ὁ αὐτ. 1409. 11. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, love of labour, industry, Pl.R.535d, Stoic.3.64, 171, Phld.Rh.1.115 S., TAM2(1).283 (Xanthus); καρτερία καὶ φ. Pl.Alc.1.122c; ἡ περὶ τὴν παιδείαν φ. Isoc. 1.45; pl., Id.15.291, Plb.8.10.6, etc.; ἡ τῶν δρόμων φ. laborious practice of... D.61.24; φ. ἐν τοῖς γυμνασίοις ib.26; so, as an event in competitions of ἔφηβοι, SIG1061.5 (Samos, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1284] ἡ, Liebe, Lust zur Arbeit, Arbeitsamkeit; Plat. Rep. VII, 535 c; καὶ καρτερία Alc. I, 122 c; περί τι, Isocr. 1, 45; Pol. 8, 12, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour du travail, habitudes laborieuses.
Étymologie: φιλόπονος.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπονία: ἡ, ἡ πρὸς τοὺς κόπους ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τῆς ἐργασίας, ἐργατικότης, φιλεργία, Πλάτ. Πολ. 535C, D· φιλ. καὶ καρτερία ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 122C· ἡ περί τι φ. Ἰσοκρ. 12Α· πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. §, 310, Πολύβ., κλπ.· φ. τινός, ἡ μετὰ κόπου ἐξεργασία πράγματός τινος, Δημ. 1408, 21· οὕτω, φ. ἐν τοῖς γυμνασίοις ὁ αὐτ. 1409. 11.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλόπονος
η ιδιότητα του φιλόπονου, φιλεργία, εργατικότητα
αρχ.
φρ. «φιλοπονία τινός» — η κοπιαστική επεξεργασία ενός πράγματος (Δημοσθ.).
Greek Monotonic
φῐλοπονία: ἡ, αγάπη για δουλειά, εργατικότητα, δραστηριότητα, σε Πλάτ.· φιλοπονία τινός, κοπιαστική δουλειά για κάποιο πράγμα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπονία: ἡ трудолюбие, усердие, прилежание Plat., Polyb.: ἡ περί τι φ. Isocr. и ἡ φ. τινός Dem. усиленная работа над чем-л.
Middle Liddell
φῐλοπονία, ἡ,
love of labour, laboriousness, industry, Plat.; φ. τινός laborious practice of a thing, Dem.