φοινικοφαής: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. [[πούς]], Ion 163.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. [[πούς]], Ion 163.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />brillant de couleur rouge, d'un rouge brillant.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[φάος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινῐκοφαής''': -ές, ὁ φαινόμενος [[φοινικοῦς]], οὐκ [[ἄλλῃ]] φοινικοφαῆ [[πόδα]] κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).
|lstext='''φοινῐκοφαής''': -ές, ὁ φαινόμενος [[φοινικοῦς]], οὐκ [[ἄλλῃ]] φοινικοφαῆ [[πόδα]] κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />brillant de couleur rouge, d'un rouge brillant.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[φάος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:31, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκοφᾰής Medium diacritics: φοινικοφαής Low diacritics: φοινικοφαής Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΦΑΗΣ
Transliteration A: phoinikophaḗs Transliteration B: phoinikophaēs Transliteration C: foinikofais Beta Code: foinikofah/s

English (LSJ)

ές, ruddy-glancing, πούς E.Ion163(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1296] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. πούς, Ion 163.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brillant de couleur rouge, d'un rouge brillant.
Étymologie: φοῖνιξ¹, φάος.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῐκοφαής: -ές, ὁ φαινόμενος φοινικοῦς, οὐκ ἄλλῃ φοινικοφαῆ πόδα κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση του πορφυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].

Greek Monotonic

φοινῑκοφαής: -ές (φάος), αυτός που φαίνεται ερυθρός, πούς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκοφαής: отливающий пурпуром (πούς, sc. τοῦ κύκνου Eur.).

Middle Liddell

φοινῑκο-φαής, ές φάος
ruddy-glancing, πούς Eur.