χαλκεών: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1330.png Seite 1330]] ῶνος, ὁ, ep. statt [[χαλκεῖον]], die Schmiede, Od. 8, 273 [έω in einer Sylbe zu lesen] u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 41.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1330.png Seite 1330]] ῶνος, ὁ, ep. statt [[χαλκεῖον]], die Schmiede, Od. 8, 273 [έω in einer Sylbe zu lesen] u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 41.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />endroit où l'on travaille l'airain, le cuivre <i>ou</i> le fer, forge, fonderie.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκεύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκεών''': -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ [[χαλκεῖον]], [[σιδηρουργεῖον]], βῆ δ’ [[ἴμεν]] ἐς χαλκεῶνα [[[ἔνθα]] τὸ εω προφέρεται κατὰ συνίζησιν ὡς μία [[συλλαβή]]], Ὀδ. Θ. 273, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41.
|lstext='''χαλκεών''': -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ [[χαλκεῖον]], [[σιδηρουργεῖον]], βῆ δ’ [[ἴμεν]] ἐς χαλκεῶνα [[[ἔνθα]] τὸ εω προφέρεται κατὰ συνίζησιν ὡς μία [[συλλαβή]]], Ὀδ. Θ. 273, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />endroit où l'on travaille l'airain, le cuivre <i>ou</i> le fer, forge, fonderie.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκεύς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεών Medium diacritics: χαλκεών Low diacritics: χαλκεών Capitals: ΧΑΛΚΕΩΝ
Transliteration A: chalkeṓn Transliteration B: chalkeōn Transliteration C: chalkeon Beta Code: xalkew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, A forge, smithy, βῆ ῥ' ἴμεν ἐς χαλκεῶνα [where εω must be pronounced as one syllable] Od.8.273, cf. A.R.3.41. 2 bar of wrought iron, Lat. strictura, glossed φυσητήρ, χαλκεών (nisi leg. χαλκέων), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1330] ῶνος, ὁ, ep. statt χαλκεῖον, die Schmiede, Od. 8, 273 [έω in einer Sylbe zu lesen] u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 41.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
endroit où l'on travaille l'airain, le cuivre ou le fer, forge, fonderie.
Étymologie: χαλκεύς.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεών: -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ χαλκεῖον, σιδηρουργεῖον, βῆ δ’ ἴμεν ἐς χαλκεῶνα [[[ἔνθα]] τὸ εω προφέρεται κατὰ συνίζησιν ὡς μία συλλαβή], Ὀδ. Θ. 273, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41.

English (Autenrieth)

ῶνος: forge, Od. 8.273†.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, ΜΑ
1. ράβδος από κατεργασμένο σίδηρο
2. κατάστημα πώλησης μεταλλικών ειδών
αρχ.
χαλκευτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + επίθημα -εών (πρβλ. προμαχ-εών, φαρετρ-εών). Λιγότερο πιθανή θεωρείται η παραγωγή της λ. από το αρσ. χαλκεύς.

Greek Monotonic

χαλκεών: -ῶνος, ὁ, Επικ. αντί χαλκεῖον, σιδηρουργείο, μεταλλουργείο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεών: ῶνος ὁ (εω односложно) кузница Hom.