χαροπότης: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' ητος ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] ητος, ἡ, Helläugigkeit, – die lichtblaue, meerblaue Farbe, vgl. Plut. Mar. 11, der die blaue Blüthe des Leins mit dem Himmelblau, τῇ περιεχούσῃ τὸν κόσμον αἰθερίῳ χαροπότητι vergleicht. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] ητος, ἡ, Helläugigkeit, – die lichtblaue, meerblaue Farbe, vgl. Plut. Mar. 11, der die blaue Blüthe des Leins mit dem Himmelblau, τῇ περιεχούσῃ τὸν κόσμον αἰθερίῳ χαροπότητι vergleicht. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />couleur d'un bleu clair.<br />'''Étymologie:''' [[χαροπός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰροπότης''': -ητος, ἡ, [[λαμπρότης]] ὀφθαλμῶν· [[χρῶμα]] ἀνοικτὸν κυανοῦν, ὡς παρὰ Πλουτ. ἐν Μαρ. 11 κεῖται ἡ [[λέξις]] εἰς δήλωσιν τοῦ χρῶματος τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Γερμανῶν, οὕς ὁ Τάκιτος περιγράφει λέγων, truces et caerulei oculi, πρβλ. Πλούτ. 2. 352D· [[καθόλου]], [[λαμπρότης]], Ἐτυμ. Μέγ. 807, 30. | |lstext='''χᾰροπότης''': -ητος, ἡ, [[λαμπρότης]] ὀφθαλμῶν· [[χρῶμα]] ἀνοικτὸν κυανοῦν, ὡς παρὰ Πλουτ. ἐν Μαρ. 11 κεῖται ἡ [[λέξις]] εἰς δήλωσιν τοῦ χρῶματος τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Γερμανῶν, οὕς ὁ Τάκιτος περιγράφει λέγων, truces et caerulei oculi, πρβλ. Πλούτ. 2. 352D· [[καθόλου]], [[λαμπρότης]], Ἐτυμ. Μέγ. 807, 30. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, A brightness of eye, Stoic.3.33, Archyt. ap. Simp. in Cat.93.2, EM807.30. 2 light-blue colour, of the eyes of the Germans, Plu.Mar.11; also αἰθέριος χ., of sky-blue, Id.2.352d. 3 brightness, Simp. in Cat.298.15.
German (Pape)
[Seite 1340] ητος, ἡ, Helläugigkeit, – die lichtblaue, meerblaue Farbe, vgl. Plut. Mar. 11, der die blaue Blüthe des Leins mit dem Himmelblau, τῇ περιεχούσῃ τὸν κόσμον αἰθερίῳ χαροπότητι vergleicht.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
couleur d'un bleu clair.
Étymologie: χαροπός.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰροπότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης ὀφθαλμῶν· χρῶμα ἀνοικτὸν κυανοῦν, ὡς παρὰ Πλουτ. ἐν Μαρ. 11 κεῖται ἡ λέξις εἰς δήλωσιν τοῦ χρῶματος τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Γερμανῶν, οὕς ὁ Τάκιτος περιγράφει λέγων, truces et caerulei oculi, πρβλ. Πλούτ. 2. 352D· καθόλου, λαμπρότης, Ἐτυμ. Μέγ. 807, 30.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, ΜΑ
βλ. χαρωπότητα.
Greek Monotonic
χᾰροπότης: -ητος, ἡ, φωτεινότητα των ματιών, φωτεινό μπλε χρώμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
χᾰροπότης: ητος ἡ голубизна (αἰθέριος, ὀμμάτων Plut.).
Middle Liddell
χᾰροπότης, ητος, ἡ, [from χᾰροπός]
brightness of eye: a light-blue colour, Plut.