χιλιαρχία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "ἀριθμὸς" to "ἀριθμὸς")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1355.png Seite 1355]] ἡ, das Amt od. die Würde des [[χιλιάρχης]], Xen. Cyr. 4, 1,4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1355.png Seite 1355]] ἡ, das Amt od. die Würde des [[χιλιάρχης]], Xen. Cyr. 4, 1,4.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fonction de chiliarque;<br /><b>2</b> fonction de tribun militaire <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χιλίαρχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χῑλιαρχία''': ἡ, [[ἀξίωμα]] ἢ [[ὑπούργημα]] τοῦ χιλιάρχου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4.1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3484, Πλούτ. 2) τὸ [[ἀξίωμα]] τῶν tribuni militares, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 38. ΙΙ. = [[χιλιάς]], [[χιλιανδρία]], δηλ. [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] ἀνδρῶν διοικουμένων ὑπὸ χιλιάρχου, ἀπώλεσαν ἐκεὶ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν Ἑβδ. (Μακκ. Πρῶτ. κεφ. Ε΄, 13).
|lstext='''χῑλιαρχία''': ἡ, [[ἀξίωμα]] ἢ [[ὑπούργημα]] τοῦ χιλιάρχου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4.1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3484, Πλούτ. 2) τὸ [[ἀξίωμα]] τῶν tribuni militares, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 38. ΙΙ. = [[χιλιάς]], [[χιλιανδρία]], δηλ. [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] ἀνδρῶν διοικουμένων ὑπὸ χιλιάρχου, ἀπώλεσαν ἐκεὶ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν Ἑβδ. (Μακκ. Πρῶτ. κεφ. Ε΄, 13).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fonction de chiliarque;<br /><b>2</b> fonction de tribun militaire <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χιλίαρχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιαρχία Medium diacritics: χιλιαρχία Low diacritics: χιλιαρχία Capitals: ΧΙΛΙΑΡΧΙΑ
Transliteration A: chiliarchía Transliteration B: chiliarchia Transliteration C: chiliarchia Beta Code: xiliarxi/a

English (LSJ)

ἡ, A office or post of χιλίαρχος, X.Cyr.4.1.4. 2 office of tribunus militum Plu. Cam.38, al., D.C.59.29; ἀπὸ τριῶν χ., = Lat. tribus militiis, IGRom. 4.1204 (Thyatira). II unit under the command of a χιλίαρχος, corps of 1024 men, Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.6, Arr.Tact.10.5. 2 = χιλιάς, LXXNu.31.48, 1 Ma.5.13. 3 Persian military district, AJA 16.13 (Sardis, iv/iii B. C.). III = χιλιετηρίς, applied to work by Asinius Quadratus, St.Byz. s.v. Ὀξύβιοι (cf. χιλιάς ΙΙ).

German (Pape)

[Seite 1355] ἡ, das Amt od. die Würde des χιλιάρχης, Xen. Cyr. 4, 1,4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fonction de chiliarque;
2 fonction de tribun militaire à Rome.
Étymologie: χιλίαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιαρχία: ἡ, ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ χιλιάρχου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4.1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3484, Πλούτ. 2) τὸ ἀξίωμα τῶν tribuni militares, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 38. ΙΙ. = χιλιάς, χιλιανδρία, δηλ. ἀριθμὸς ἀνδρῶν διοικουμένων ὑπὸ χιλιάρχου, ἀπώλεσαν ἐκεὶ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν Ἑβδ. (Μακκ. Πρῶτ. κεφ. Ε΄, 13).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χιλίαρχος
1. το αξίωμα του χιλιαρχου
2. στρατιωτικό σώμα χιλίων, περίπου, ανδρών που διοικούσε χιλίαρχος (α. «μέ στείλανε... με τη χιλιαρχία του Τζαβέλλα», Βλαχογ.
β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ)
αρχ.
1. περσική στρατιωτική περιφέρεια
2. χιλιετηρίδα.

Greek Monotonic

χῑλιαρχία: ἡ,
1. αξίωμα του χιλίαρχου, σε Ξεν.
2. το αξίωμα των tribuni militares, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιαρχία:
1) хилиархия, должность хилиарха Xen., Plut.;
2) (в Риме; лат. tribunatus militum) должность военного трибуна Plut.

Middle Liddell

χῑλιαρχία, ἡ,
1. the office or post of χιλίαρχος, Xen.
2. the office of the tribuni militares, Xen.