ἀβάπτιστος: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0002.png Seite 2]] 1) nicht unterzutauchen, Pind. P. 2, 36 φέλλος ὣς ἀβ. ἅλμης; so vom Kork, Archi. 10 (VI, 192) neben [[ἀπερίτρεπτος]], Plat. sol. an. 35 (p. 266). – Aber Plut. Symp. 6 prooem. [[σῶμα]] ἀβ. καὶ ἐλαφρόν, von Getränken unbenommen. – 2) ungetauft, K.S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0002.png Seite 2]] 1) nicht unterzutauchen, Pind. P. 2, 36 φέλλος ὣς ἀβ. ἅλμης; so vom Kork, Archi. 10 (VI, 192) neben [[ἀπερίτρεπτος]], Plat. sol. an. 35 (p. 266). – Aber Plut. Symp. 6 prooem. [[σῶμα]] ἀβ. καὶ ἐλαφρόν, von Getränken unbenommen. – 2) ungetauft, K.S.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne se plonge pas dans l'ivresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[βαπτίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβάπτιστος''': ον ([[βαπτίζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ βαπτίσῃ, ἀβύθιστος. Λατ. immersabilis, ἀβ. ἅλμας ἐπὶ δικτύου Πίνδ. Π. 2. 146. ἀβ. [[τρύπανον]], χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], [[τρυπάνιον]] μετὰ φυλακτῆρος ἐμποδίζοντος αὐτὸ ἀπὸ τοῦ νὰ τρυπήσῃ [[λίαν]] βαθέως, Γαλην. ΙΙ. μὴ καταβεβρεγμένος ὑπὸ ὑγροῦ Πλουτ. 2. 686 Β. ΙΙΙ. ὁ μὴ βαπτισθεὶς [ὁ μὴ φωτισθεὶς] Ἐκκλησ.
|lstext='''ἀβάπτιστος''': ον ([[βαπτίζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ βαπτίσῃ, ἀβύθιστος. Λατ. immersabilis, ἀβ. ἅλμας ἐπὶ δικτύου Πίνδ. Π. 2. 146. ἀβ. [[τρύπανον]], χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], [[τρυπάνιον]] μετὰ φυλακτῆρος ἐμποδίζοντος αὐτὸ ἀπὸ τοῦ νὰ τρυπήσῃ [[λίαν]] βαθέως, Γαλην. ΙΙ. μὴ καταβεβρεγμένος ὑπὸ ὑγροῦ Πλουτ. 2. 686 Β. ΙΙΙ. ὁ μὴ βαπτισθεὶς [ὁ μὴ φωτισθεὶς] Ἐκκλησ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne se plonge pas dans l'ivresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[βαπτίζω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 11:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβάπτιστος Medium diacritics: ἀβάπτιστος Low diacritics: αβάπτιστος Capitals: ΑΒΑΠΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: abáptistos Transliteration B: abaptistos Transliteration C: avaptistos Beta Code: a)ba/ptistos

English (LSJ)

ον, (βαπτίζω) A not to be dipped, that will not sink, ἀ. ἅλμας, of a net, Pi.P.2.80; ναῦς EM811.26; τρύπανον trepan with a guard, to stop it from going too deep, Gal.10.447. II not drenched with liquor, Plu.2.686b.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no se hunde, que no se sumerge, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας avanzo sin hundirme como un corcho sobre la superficie del mar Pi.P.2.80, cf. AP 6.192 (Arch.), ναῦς EM 811.27G.
2 no bautizado πολλοὺς ἀβαπτίστους κινδυνεύειν Ath.Al.Ep.Encycl.5.8, cf. Oecum.Apoc.3.55
de alimentos no bendecido Manes 82.10.
3 cirug. que no puede hundirse de un tipo de trépano con topes que impiden profundizar demasiado, Gal.10.447, Hsch., Paul.Aeg.6.90.5.
II fig. no empapado en vino, sereno εὐκρασία σώματος ἀβαπτίστου Plu.2.686b.

German (Pape)

[Seite 2] 1) nicht unterzutauchen, Pind. P. 2, 36 φέλλος ὣς ἀβ. ἅλμης; so vom Kork, Archi. 10 (VI, 192) neben ἀπερίτρεπτος, Plat. sol. an. 35 (p. 266). – Aber Plut. Symp. 6 prooem. σῶμα ἀβ. καὶ ἐλαφρόν, von Getränken unbenommen. – 2) ungetauft, K.S.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne se plonge pas dans l'ivresse.
Étymologie: , βαπτίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβάπτιστος: ον (βαπτίζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ βαπτίσῃ, ἀβύθιστος. Λατ. immersabilis, ἀβ. ἅλμας ἐπὶ δικτύου Πίνδ. Π. 2. 146. ἀβ. τρύπανον, χειρουργικὸν ἐργαλεῖον, τρυπάνιον μετὰ φυλακτῆρος ἐμποδίζοντος αὐτὸ ἀπὸ τοῦ νὰ τρυπήσῃ λίαν βαθέως, Γαλην. ΙΙ. μὴ καταβεβρεγμένος ὑπὸ ὑγροῦ Πλουτ. 2. 686 Β. ΙΙΙ. ὁ μὴ βαπτισθεὶς [ὁ μὴ φωτισθεὶς] Ἐκκλησ.

English (Slater)

ἀβάπτιστος met. not dipped, buoyant ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας i. e. untouched by the slanders of others (P. 2.80)

Russian (Dvoretsky)

ἀβάπτιστος:
1) не погружающийся в воду, нетонущий (φελλός Pind.; δόναξ Anth.);
2) не отягощенный напитками, трезвый (σῶμα Plut.).