χωλαίνω: Difference between revisions
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1386.png Seite 1386]] 1) lahm machen, lähmen. – 2) intr., lahm sein, lahmen, Plat. Legg. VII, 795 b u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1386.png Seite 1386]] 1) lahm machen, lähmen. – 2) intr., lahm sein, lahmen, Plat. Legg. VII, 795 b u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> rendre boiteux ; <i>Pass.</i> devenir boiteux, boiter;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être boiteux.<br />'''Étymologie:''' [[χωλός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωλαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, εἶμαι [[χωλός]], «κουτσαίνω», Πλάτ. Νόμ. 795Β, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374C. ΙΙ. μεταβ., καθιστῶ τινα χωλόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 402. ― Παθ., =τῷ ἐνεργ. Ι, ἐχωλάνθη Ἑβδ. (Β΄ Βασ. Δ΄, 4). | |lstext='''χωλαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, εἶμαι [[χωλός]], «κουτσαίνω», Πλάτ. Νόμ. 795Β, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374C. ΙΙ. μεταβ., καθιστῶ τινα χωλόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 402. ― Παθ., =τῷ ἐνεργ. Ι, ἐχωλάνθη Ἑβδ. (Β΄ Βασ. Δ΄, 4). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:30, 2 October 2022
English (LSJ)
fut. -ᾰνῶ, LXX 3 Ki.18.21: aor. ἐχώλᾱνα ib.Ps.17(18).46:—A to be or go lame, Pl.Lg.795b, Hp.Mi.374c, POxy.465.39(ii A. D.), etc. II trans., make lame, Sch.T Il.8.402:—Pass., ἐχωλάνθη LXX 2 Ki.4.4.
German (Pape)
[Seite 1386] 1) lahm machen, lähmen. – 2) intr., lahm sein, lahmen, Plat. Legg. VII, 795 b u. Sp.
French (Bailly abrégé)
1 tr. rendre boiteux ; Pass. devenir boiteux, boiter;
2 intr. être boiteux.
Étymologie: χωλός.
Greek (Liddell-Scott)
χωλαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, εἶμαι χωλός, «κουτσαίνω», Πλάτ. Νόμ. 795Β, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374C. ΙΙ. μεταβ., καθιστῶ τινα χωλόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 402. ― Παθ., =τῷ ἐνεργ. Ι, ἐχωλάνθη Ἑβδ. (Β΄ Βασ. Δ΄, 4).
Greek Monolingual
ΝΜΑ χωλός
1. (μτβ.) προκαλώ χωλότητα σε κάποιον, κάνω κάποιον κουτσό
2. (αμτβ.) α) είμαι κουτσός
β) κουτσαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών», Παπαδ.
β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ.
γ. «καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη», ΠΔ)
νεοελλ.
μτφ. καρκινοβατώ, βραδυπορώ, δεν λειτουργώ κανονικά («χωλαίνουν οι δημόσιες υπηρεσίες»).
Greek Monotonic
χωλαίνω: μέλ. -ᾰνῶ (χωλός), είμαι ή καθίσταμαι χωλός, κουτσός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
χωλαίνω: быть хромым, хромать Plat.