ἀελλής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0041.png Seite 41]] Hom. einmal, Iliad. 3, 13 τῶν ὑπὸ ποσσὶ [[κονίσαλος]] ὤρνυτ' [[ἀελλής]] ἐρχομένων; Schol. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι οὐ λέγει ὑπὸ ποδῶν ἀέλλης, ἀλλὰ [[κονίσαλος]] [[ἀελλής]], [[ἀελλώδης]]. Neuere schreiben ἀελλῇς = [[ἀελλήεις]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0041.png Seite 41]] Hom. einmal, Iliad. 3, 13 τῶν ὑπὸ ποσσὶ [[κονίσαλος]] ὤρνυτ' [[ἀελλής]] ἐρχομένων; Schol. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι οὐ λέγει ὑπὸ ποδῶν ἀέλλης, ἀλλὰ [[κονίσαλος]] [[ἀελλής]], [[ἀελλώδης]]. Neuere schreiben ἀελλῇς = [[ἀελλήεις]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. m.</i><br /><i>seul. nom.</i><br />ἀελλὴς [[κονίσαλος]] IL nuage de poussière qui tourbillonne.<br />'''Étymologie:''' ἀ prosthét., [[εἵλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀελλής''': [[κονίσαλος]], ὁ, ἐν Ἰλ. Γ. 13 περιδινούμενος [[κονιορτός]], [[δίνη]] κονιορτοῦ ― δὲν εὑρίσκεται ἀλλαχοῦ· ὁ Βουττμ. Δ. Γρ. § 41 Ann. 15, n., προτείνει νὰ γραφῇ ἀελλῇς, συνῃρ. ἐκ τοῦ [[ἀελλήεις]]· πρβλ. Spitzn. ἐν τόπῳ (περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε [[εἴλω]]).
|lstext='''ἀελλής''': [[κονίσαλος]], ὁ, ἐν Ἰλ. Γ. 13 περιδινούμενος [[κονιορτός]], [[δίνη]] κονιορτοῦ ― δὲν εὑρίσκεται ἀλλαχοῦ· ὁ Βουττμ. Δ. Γρ. § 41 Ann. 15, n., προτείνει νὰ γραφῇ ἀελλῇς, συνῃρ. ἐκ τοῦ [[ἀελλήεις]]· πρβλ. Spitzn. ἐν τόπῳ (περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε [[εἴλω]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. m.</i><br /><i>seul. nom.</i><br />ἀελλὴς [[κονίσαλος]] IL nuage de poussière qui tourbillonne.<br />'''Étymologie:''' ἀ prosthét., [[εἵλω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀελλής Medium diacritics: ἀελλής Low diacritics: αελλής Capitals: ΑΕΛΛΗΣ
Transliteration A: aellḗs Transliteration B: aellēs Transliteration C: aellis Beta Code: a)ellh/s

English (LSJ)

κονίσαλος eddying dust, Il. 3.13. (Perh. rather ἀελλῆς, contr. for -ήεις.)

Spanish (DGE)

-ές arremolinado κονίσαλος Il.3.13.

German (Pape)

[Seite 41] Hom. einmal, Iliad. 3, 13 τῶν ὑπὸ ποσσὶ κονίσαλος ὤρνυτ' ἀελλής ἐρχομένων; Schol. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οὐ λέγει ὑπὸ ποδῶν ἀέλλης, ἀλλὰ κονίσαλος ἀελλής, ἀελλώδης. Neuere schreiben ἀελλῇς = ἀελλήεις.

French (Bailly abrégé)

adj. m.
seul. nom.
ἀελλὴς κονίσαλος IL nuage de poussière qui tourbillonne.
Étymologie: ἀ prosthét., εἵλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀελλής: κονίσαλος, ὁ, ἐν Ἰλ. Γ. 13 περιδινούμενος κονιορτός, δίνη κονιορτοῦ ― δὲν εὑρίσκεται ἀλλαχοῦ· ὁ Βουττμ. Δ. Γρ. § 41 Ann. 15, n., προτείνει νὰ γραφῇ ἀελλῇς, συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀελλήεις· πρβλ. Spitzn. ἐν τόπῳ (περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε εἴλω).

English (Autenrieth)

ές (εἴλω): dense; κονίσαλος, Il. 3.13.

Greek Monotonic

ἀελλής: -ές (ἄελλα), στροβιλιζόμενος, περιδινούμενος, αυτός που στριφογυρίζει, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀελλής: οῦ adj. m крутящийся вихрем (κονίσαλος Hom.).

Middle Liddell

ἀέλλα eddying, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀελλής -ές [~ ἀολλής dicht.