ἀκμής: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆτος<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. fon. ἀγμής Eust.885.9<br /><b class="num">• Morfología:</b> [neutr. en Paus.6.15.5]<br /><b class="num">1</b> [[incansable]] de pers. ἀκμῆτες κεκμηότας ὤσαισθε <i>Il</i>.11.802, cf. 16.44, 15.697, Plu.<i>Cim</i>.13, σῶμα Paus.6.15.5, θεός Ph.1.155, cf. D.H.2.55, Zonar.s.u. [[ἀκμήτης]]<br /><b class="num">•</b>esp. en el ejército [[de refresco]] στρατός Hdn.3.7.4, [[δύναμις]] D.H.9.14, como subst. οὐκ ὀλίγον ὤνησαν ἀκμῆτες las tropas de refresco ayudaron no poco</i> Onas.22.1<br /><b class="num">•</b>tb. de anim. ταῦρος S.<i>Ant</i>.352<br /><b class="num">•</b>fig. ἀκμῆτες λόγοι vigorosos</i> (junto a ἀνθηροί) Him.63.6<br /><b class="num">•</b>[[incesante]] Ph.1.360.<br /><b class="num">2</b> [[intocado]], [[entero]] προτομὰ ἀ. Antip.Sid.3654P.<br /><b class="num">•</b>[[inmarcesible]], [[eterno]] πύλαι ἀκμῆτες Ὀλύμπου <i>AP</i> 9.526 (Alph.).
|dgtxt=-ῆτος<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. fon. ἀγμής Eust.885.9<br /><b class="num">• Morfología:</b> [neutr. en Paus.6.15.5]<br /><b class="num">1</b> [[incansable]] de pers. ἀκμῆτες κεκμηότας ὤσαισθε <i>Il</i>.11.802, cf. 16.44, 15.697, Plu.<i>Cim</i>.13, σῶμα Paus.6.15.5, θεός Ph.1.155, cf. D.H.2.55, Zonar.s.u. [[ἀκμήτης]]<br /><b class="num">•</b>esp. en el ejército [[de refresco]] στρατός Hdn.3.7.4, [[δύναμις]] D.H.9.14, como subst. οὐκ ὀλίγον ὤνησαν ἀκμῆτες las tropas de refresco ayudaron no poco</i> Onas.22.1<br /><b class="num">•</b>tb. de anim. ταῦρος S.<i>Ant</i>.352<br /><b class="num">•</b>fig. ἀκμῆτες λόγοι vigorosos</i> (junto a ἀνθηροί) Him.63.6<br /><b class="num">•</b>[[incesante]] Ph.1.360.<br /><b class="num">2</b> [[intocado]], [[entero]] προτομὰ ἀ. Antip.Sid.3654P.<br /><b class="num">•</b>[[inmarcesible]], [[eterno]] πύλαι ἀκμῆτες Ὀλύμπου <i>AP</i> 9.526 (Alph.).
}}
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ, τό)<br />non fatigué, frais.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κάμνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: ([[κάμνω]]): = [[ἀκάμας]], ὁ μὴ ἀποκάμνων, [[ἀκαταπόνητος]], Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 ([[ἔνθα]] κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.
|lstext='''ἀκμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: ([[κάμνω]]): = [[ἀκάμας]], ὁ μὴ ἀποκάμνων, [[ἀκαταπόνητος]], Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 ([[ἔνθα]] κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ, τό)<br />non fatigué, frais.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κάμνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκμής Medium diacritics: ἀκμής Low diacritics: ακμής Capitals: ΑΚΜΗΣ
Transliteration A: akmḗs Transliteration B: akmēs Transliteration C: akmis Beta Code: a)kmh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, also as neut., Paus.6.15.5: (κάμνω):—untiring, unwearied, Il.11.802, 15.697, S.Ant.353; πύλαι ἀ. Ὀλύμπου AP9.526 (Alph.):—also in late Prose, D.H.9.14, Paus. l.c., Plu.Cim.13, Onos.22.1.

Spanish (DGE)

-ῆτος
• Grafía: graf. fon. ἀγμής Eust.885.9
• Morfología: [neutr. en Paus.6.15.5]
1 incansable de pers. ἀκμῆτες κεκμηότας ὤσαισθε Il.11.802, cf. 16.44, 15.697, Plu.Cim.13, σῶμα Paus.6.15.5, θεός Ph.1.155, cf. D.H.2.55, Zonar.s.u. ἀκμήτης
esp. en el ejército de refresco στρατός Hdn.3.7.4, δύναμις D.H.9.14, como subst. οὐκ ὀλίγον ὤνησαν ἀκμῆτες las tropas de refresco ayudaron no poco Onas.22.1
tb. de anim. ταῦρος S.Ant.352
fig. ἀκμῆτες λόγοι vigorosos (junto a ἀνθηροί) Him.63.6
incesante Ph.1.360.
2 intocado, entero προτομὰ ἀ. Antip.Sid.3654P.
inmarcesible, eterno πύλαι ἀκμῆτες Ὀλύμπου AP 9.526 (Alph.).

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ, τό)
non fatigué, frais.
Étymologie: , κάμνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὡσαύτως ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: (κάμνω): = ἀκάμας, ὁ μὴ ἀποκάμνων, ἀκαταπόνητος, Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 (ἔνθα κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.

English (Autenrieth)

ῆτος (κάμνω): unwearied, only pl. (Il.)

Greek Monolingual

ἀκμὴς (-ῆτος), ο, η (στον Παυσ. και ως ουδ.) και ἄκμητος, -ον (Α)
ακούραστος, ακαταπόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κμης, μηδενισμένη βαθμίδα της δισύλλαβης ρίζας καμᾶ- (πρβλ. κάμα-τος) του ρήματος κάμνω.

Greek Monotonic

ἀκμής: -ῆτος, ὁ, ἡ (κάμνω) = ἀκάμας, ακούραστος, ακαταπόνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκμής: ῆτος adj.
1) неутомленный, свежий (ἄνδρες Hom.; φύλακες Plut.; ἀθλητής Luc.);
2) незыблемый, неприступный (πύλαι Ὀλύμπου Anth.).

Middle Liddell

κάμνω, = ἀκάμας
untiring, unwearied, Il., Soph.