ἀλινδέω: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
m (Text replacement - " :" to ":") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)linde/w | |Beta Code=a)linde/w | ||
|Definition=later ἀλίνδω [ᾰ], (pres. only in Pass.): aor. [[ἤλῑσα]] (ἐξ-) <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>32</span>, and pf. [[ἤλῑκα]] (ἐξ-) ib.<span class="bibl">33</span> (the simple forms only in Hsch., Suid.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make to roll]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., mostly in part., [[rolling in the dust]], like a horse, ἀλινδούμενος Plu.2.396e; ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>156</span>; [[ἀλινδηθείς]] ib.<span class="bibl">204</span>; [[ἠλινδημένος]] [[rolled over]], [[overturned]], <span class="bibl">Din.<span class="title">Fr.</span>10</span>; to [[be twirled]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Iamb.</span>1.113</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[roam about]], ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν' ἀλινδόμενος <span class="title">AP</span>7.736 (Leon.); <b class="b3">ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς</b> [[having grovelled]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Agis</span>3</span>; [[frequent]], περὶ τήν Ἀκαδημίαν ἀ. <span class="bibl">Alciphr.3.14</span>; of money-lenders, <b class="b3">οἱ περὶ τὰς ψήφους -ούμενοι</b> ib.<span class="bibl">1.26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> sens. obsc., μετά τινος <span class="bibl">Herod.5.30</span>.</span> | |Definition=later ἀλίνδω [ᾰ], (pres. only in Pass.): aor. [[ἤλῑσα]] (ἐξ-) <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>32</span>, and pf. [[ἤλῑκα]] (ἐξ-) ib.<span class="bibl">33</span> (the simple forms only in Hsch., Suid.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make to roll]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., mostly in part., [[rolling in the dust]], like a horse, ἀλινδούμενος Plu.2.396e; ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>156</span>; [[ἀλινδηθείς]] ib.<span class="bibl">204</span>; [[ἠλινδημένος]] [[rolled over]], [[overturned]], <span class="bibl">Din.<span class="title">Fr.</span>10</span>; to [[be twirled]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Iamb.</span>1.113</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[roam about]], ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν' ἀλινδόμενος <span class="title">AP</span>7.736 (Leon.); <b class="b3">ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς</b> [[having grovelled]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Agis</span>3</span>; [[frequent]], περὶ τήν Ἀκαδημίαν ἀ. <span class="bibl">Alciphr.3.14</span>; of money-lenders, <b class="b3">οἱ περὶ τὰς ψήφους -ούμενοι</b> ib.<span class="bibl">1.26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> sens. obsc., μετά τινος <span class="bibl">Herod.5.30</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />faire rouler.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[εἰλέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλινδέω''': ἢ ἀλίνδω [ᾰ], (ὁ ἐνεστ. εὕρηται μόνο ἐν τῷ παθ.): ὁ ἀόρ. ἤλῑσα καὶ πρκμ. ἤλῑκα εὕρηνται μόνο ἐν συνθέτοις μετὰ τῆς προ. ἐξ: (ὁ σχηματισμὸς τῶν χρόνων τούτων μετὰ ῑ ἀκριβῶς ὁμοιάζει πρὸς τὸν τύπον ἐκύλῑσα ἐκ τοῦ [[κυλινδέω]] ἢ [[κυλίνδω]]): - [[κυλίω]]. ΙΙ. παθητ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., κυλιόμενος ἐν τῇ κόνει ὡς ὁ [[ἵππος]] (πρβλ. [[ἀλινδήθρα]]), ἀλινδούμενος, Πλούτ. 2. 396Ε· ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι, Νικ. Θ. 156· ἀλινδηθείς, [[αὐτόθι]] 204· ἠλινδημένος, κυλισθείς, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. 2) [[καθόλου]], παριπλανῶμαι, περιφέρομαι, [[ἄλλην]] ἐξ ἄλλης εἰς χθόν’ ἀλινδόμενος, Ἀνθ. Π. 7.736· οἳ περὶ τὴν Ἀκαδήμειαν ἀλινδοῦνται, Ἀλκίφρ. 3.14· πρβλ. 31· ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς, κεκυλισμένος ἐν... κτλ. Πλουτ. Ἆγις 6. | |lstext='''ἀλινδέω''': ἢ ἀλίνδω [ᾰ], (ὁ ἐνεστ. εὕρηται μόνο ἐν τῷ παθ.): ὁ ἀόρ. ἤλῑσα καὶ πρκμ. ἤλῑκα εὕρηνται μόνο ἐν συνθέτοις μετὰ τῆς προ. ἐξ: (ὁ σχηματισμὸς τῶν χρόνων τούτων μετὰ ῑ ἀκριβῶς ὁμοιάζει πρὸς τὸν τύπον ἐκύλῑσα ἐκ τοῦ [[κυλινδέω]] ἢ [[κυλίνδω]]): - [[κυλίω]]. ΙΙ. παθητ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., κυλιόμενος ἐν τῇ κόνει ὡς ὁ [[ἵππος]] (πρβλ. [[ἀλινδήθρα]]), ἀλινδούμενος, Πλούτ. 2. 396Ε· ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι, Νικ. Θ. 156· ἀλινδηθείς, [[αὐτόθι]] 204· ἠλινδημένος, κυλισθείς, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. 2) [[καθόλου]], παριπλανῶμαι, περιφέρομαι, [[ἄλλην]] ἐξ ἄλλης εἰς χθόν’ ἀλινδόμενος, Ἀνθ. Π. 7.736· οἳ περὶ τὴν Ἀκαδήμειαν ἀλινδοῦνται, Ἀλκίφρ. 3.14· πρβλ. 31· ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς, κεκυλισμένος ἐν... κτλ. Πλουτ. Ἆγις 6. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:50, 2 October 2022
English (LSJ)
later ἀλίνδω [ᾰ], (pres. only in Pass.): aor. ἤλῑσα (ἐξ-) Ar.Nu.32, and pf. ἤλῑκα (ἐξ-) ib.33 (the simple forms only in Hsch., Suid.):—A make to roll. II Pass., mostly in part., rolling in the dust, like a horse, ἀλινδούμενος Plu.2.396e; ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι Nic.Th.156; ἀλινδηθείς ib.204; ἠλινδημένος rolled over, overturned, Din.Fr.10; to be twirled, Call.Iamb.1.113. 2 generally, roam about, ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν' ἀλινδόμενος AP7.736 (Leon.); ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς having grovelled, Plu.Agis3; frequent, περὶ τήν Ἀκαδημίαν ἀ. Alciphr.3.14; of money-lenders, οἱ περὶ τὰς ψήφους -ούμενοι ib.1.26. 3 sens. obsc., μετά τινος Herod.5.30.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire rouler.
Étymologie: DELG cf. εἰλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλινδέω: ἢ ἀλίνδω [ᾰ], (ὁ ἐνεστ. εὕρηται μόνο ἐν τῷ παθ.): ὁ ἀόρ. ἤλῑσα καὶ πρκμ. ἤλῑκα εὕρηνται μόνο ἐν συνθέτοις μετὰ τῆς προ. ἐξ: (ὁ σχηματισμὸς τῶν χρόνων τούτων μετὰ ῑ ἀκριβῶς ὁμοιάζει πρὸς τὸν τύπον ἐκύλῑσα ἐκ τοῦ κυλινδέω ἢ κυλίνδω): - κυλίω. ΙΙ. παθητ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., κυλιόμενος ἐν τῇ κόνει ὡς ὁ ἵππος (πρβλ. ἀλινδήθρα), ἀλινδούμενος, Πλούτ. 2. 396Ε· ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι, Νικ. Θ. 156· ἀλινδηθείς, αὐτόθι 204· ἠλινδημένος, κυλισθείς, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. 2) καθόλου, παριπλανῶμαι, περιφέρομαι, ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν’ ἀλινδόμενος, Ἀνθ. Π. 7.736· οἳ περὶ τὴν Ἀκαδήμειαν ἀλινδοῦνται, Ἀλκίφρ. 3.14· πρβλ. 31· ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς, κεκυλισμένος ἐν... κτλ. Πλουτ. Ἆγις 6.
Greek Monotonic
ἀλινδέω: ή ἀλίνδω[ᾰ], κάνω κάτι να κυληθεί (αλλά Ενεργ. απαντάται μόνο σε συνθ. με το ἐξ)· Παθ., κυλιέμαι στη σκόνη (πρβλ. ἀλινδήθρα)· μεταφ., περιφέρομαι, περιπλανώμαι, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
ἀλίνδω
Grammatical information: v.
Meaning: make to roll; med. roll (in the dust); roam (Ar.).
Other forms: aor. ἤλισα
Derivatives: ἄλινδον δρόμον ἁρμάτων EM, H. - ἀλίνδησις rolling (in the dust, of athletes; Hp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like κυλινδέω, κυλίνδω, which are also close in meaning, but their relation is unknown. One connects the word with εἰλέω, ἴλλω etc., comparing Ϝάλη (cod. ὑάλη) σκώληξ H. DELG assumes the root *uel- (Pok. 1140) which, lengthened with -d-, is seen in OS wealtan, OHG walzan. Taillardat, REA 58, 1956, 191 n. 3, reconstructs *uol-n-ed-mi, with anaptyictic -i-. The i-epenthesis is without parallel, and an old nasal-present is improbable. Rather the suffix -ind- is non-IE. In that case the root could still be IE. But Fur. 130 n. 59 compares καλινδέομαι id. as a variant with k-; there are several variants with k/zero among substr. words (the change κ/zero cannot be explained from an IE laryngeal).
Middle Liddell
to make to roll (but Act. only occurs in compos. with ἐξ):— Pass. to roll in the dust (cf. ἀλινδήθρα):— metaph. to roam about, Anth.
Frisk Etymology German
ἀλινδέω: ἀλίνδω
{alindéō}
Forms: Aor. ἤλισα
Grammar: v.
Meaning: wälzen (Ar., hell. und spät).
Derivative: Dazu ἄλινδον· δρόμον ἁρμάτων EM, H. — Verbalsubstantiva: ἀλίνδησις das Wälzen (im Staub, von Athleten; Hp., Ruf.), ἀλινδήθρα Wälzplatz (Ar., Phryn.).
Etymology: ildung wie κυλινδέω, κυλίνδω. Näherer Ausgangspunkt unbekannt, jedenfalls zu derselben Wortsippe wie εἰλέω, ἴλλω usw. Zum Ablaut vgl. besonders ϝάλη (cod. ὑάλη)· σκώληξ H. und ἅλυσις.
Page 1,73