ἀμνηστία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ἡ, das Vergessen, bes. des erlittenen Unrechts, Amnestie, Plut. Cic. 42; oft Herodian., -ίαν δοῦναι 3, 4, 17, verbunden mit [[συγγνώμη]] und [[ἄδεια]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ἡ, das Vergessen, bes. des erlittenen Unrechts, Amnestie, Plut. Cic. 42; oft Herodian., -ίαν δοῦναι 3, 4, 17, verbunden mit [[συγγνώμη]] und [[ἄδεια]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />oubli, pardon, amnistie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμνηστος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμνηστία''': ἡ, [[λήθη]] ἀδικήματος: [[ὅθεν]] [[συγχώρησις]] ἀδικήματος κατὰ τῆς πολιτείας διαπραχθέντος, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλουτ. Κίμ. 42, Ἀντ. 14: ― παρὰ τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφ. [[ἄδεια]]. ΙΙ ἀμνηστίην ἔχειν τινός = ἀμνηστεῖν, Διογ. Λ. 9. 14.
|lstext='''ἀμνηστία''': ἡ, [[λήθη]] ἀδικήματος: [[ὅθεν]] [[συγχώρησις]] ἀδικήματος κατὰ τῆς πολιτείας διαπραχθέντος, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλουτ. Κίμ. 42, Ἀντ. 14: ― παρὰ τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφ. [[ἄδεια]]. ΙΙ ἀμνηστίην ἔχειν τινός = ἀμνηστεῖν, Διογ. Λ. 9. 14.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />oubli, pardon, amnistie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμνηστος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμνηστία Medium diacritics: ἀμνηστία Low diacritics: αμνηστία Capitals: ΑΜΝΗΣΤΙΑ
Transliteration A: amnēstía Transliteration B: amnēstia Transliteration C: amnistia Beta Code: a)mnhsti/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A forgetfulness, εἶναι ἐν ἀ. Pl.Mx.239e; ἀ. ἔχειν τινός Heraclit.Ep.2, cf. LXX Wi.19.4, Plu.2.612d, etc. 2 esp. amnesty, τῶν προγεγενημένων ἐγκλημάτων SIG633.36 (Milet., ii B. C.), cf. Str.7.2.1, Nic.Dam.Vit.Caes.28, Ph.2.75, Plu.Cic.42, Ant.14. II failure to mention thing, passing it over Corn.Rh. p.371H.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Heraclit.Ep.2
1 olvido ἐστιν ἐν ἀ. Pl.Mx.239c, cf. Plu.2.612d
olvido, pérdida de memoria Heraclit.All.55
c. gen. πάσης πονηρίης Heraclit.Ep.2, τοῦ γεγεννηκότος Heraclit.All.62, τῶν ἰδίων διαφορῶν I.BI 5.279, χάριτος LXX Sap.14.26, τῶν συμβεβηκότων LXX Sap.19.4, αὐτῶν Plu.2.714d, ἧς BGU 1578.16 (II/III a.C.)
olvido, falta de mención παράλειψις δέ ἐστι τῶν βλαπτόντων ἡμᾶς ἀμνηστία la preterición es el olvido deliberado de lo que nos molesta Corn.Rh.p.371.
2 amnistía εἶναι δὲ καὶ ἀμνηστίαν ὡς ἑκατέροις τῶν προγεγενημένων ἐγκλημάτων haya amnistía para ambos de las acusaciones anteriores, SIG 633.36 (Mileto II a.C.), ἡ πρὸς τοὺς φονεῖς ... ἀ. Nic.Dam.Vit.Caes.110, αἰτούμενοι ... ἀμνηστίαν τῶν ὑπηργμένων Str.7.2.1, εἰρήνην καὶ αὐτονομίαν ... καὶ πάντων ἀμνηστίαν τῶν τετολμημένων I.BI 6.215, τὸ ψήφισμα τὸ τῆς ἀμνηστίας ἐπὶ τοῖς τριάκοντα de la amnistía ateniense del 403 a.C., Plu.2.814b, ἀμνηστίαν τῶν ἐπὶ Καίσαρι ψηφίσασθαι Plu.Cic.42, cf. Ant.14, τοῦ φόνου App.BC 3.33, ἄδειάν τε καὶ ἀμνηστίαν ἐνόρκως ὑπισχνεῖται Hdn.5.4.10, cf. 3.4.7, 8.3.2, amnestia ... delictorum publicum decreta est Vopiscus Aur.39.4.
3 perdón ἀμνηστίαν εὑρήσονται παντελῆ Ph.1.697, τῇ γὰρ ἀμνηστίᾳ ἕπεται ἡ καλοκἀγαθία Clem.Al.Strom.2.18.90
c. gen. τούτων μὲν ἁπάντων UPZ 110.79 (II a.C.), cf. Ph.2.75, I.AI 20.62.

German (Pape)

[Seite 126] ἡ, das Vergessen, bes. des erlittenen Unrechts, Amnestie, Plut. Cic. 42; oft Herodian., -ίαν δοῦναι 3, 4, 17, verbunden mit συγγνώμη und ἄδεια.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
oubli, pardon, amnistie.
Étymologie: ἄμνηστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνηστία: ἡ, λήθη ἀδικήματος: ὅθεν συγχώρησις ἀδικήματος κατὰ τῆς πολιτείας διαπραχθέντος, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλουτ. Κίμ. 42, Ἀντ. 14: ― παρὰ τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφ. ἄδεια. ΙΙ ἀμνηστίην ἔχειν τινός = ἀμνηστεῖν, Διογ. Λ. 9. 14.

Greek Monolingual

η (Α ἀμνηστία) ἄμνηστος
λήθη, συγχώρηση αδικήματος που διαπράχθηκε κατά της πολιτείας
αρχ.
1. λήθη, λησμοσύνη
2. φρ. «ἀμνηστίαν ἔχω τινός», ξεχνώ, λησμονώ.

Greek Monotonic

ἀμνηστία: Ιων. —ιη, ἡ, λήθη, παραγραφή αδικήματος, αμνηστία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμνηστία: ион. ἀμνηστίη ἡ
1) забвение: ἀμνηστίην ἔχειν τινός Diog. L. предать что-л. забвению;
2) прощение, амнистия Plut.

Middle Liddell

[from ἀμνηστέω
forgetfulness of wrong: an amnesty, Plut.