ἀμετάβατος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] intransitivum, [[ῥῆμα]], Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] intransitivum, [[ῥῆμα]], Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> intransitif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεταβαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετάβᾰτος''': -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἀμετάβατον [[ῥῆμα]] Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.
|lstext='''ἀμετάβᾰτος''': -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἀμετάβατον [[ῥῆμα]] Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> intransitif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεταβαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάβατος]], -ον) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει [[θέση]], [[στάσιμος]], [[ακίνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον διαβεί, να τον διασχίσει.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάβατος]], -ον) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει [[θέση]], [[στάσιμος]], [[ακίνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον διαβεί, να τον διασχίσει.
}}
}}

Revision as of 12:03, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάβᾰτος Medium diacritics: ἀμετάβατος Low diacritics: αμετάβατος Capitals: ΑΜΕΤΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: ametábatos Transliteration B: ametabatos Transliteration C: ametavatos Beta Code: a)meta/batos

English (LSJ)

ον, A not changing place, stationary, ἥλιος Cleom.2.1; οὐρανός Simp.in Ph.611.5. Adv. -τως without transition, ἀκινήτως καὶ ἀ. Procl.Inst.52, cf. Simp. in Ph.1162.6. 2 Gramm., intransitive, ῥῆμα A.D.Pron.44.12, al. Adv. -τως intransitively, Sch.Ar.Pl. 158. II Pass., incapable of being traversed, i.e. unextended, Epicur. Ep.1p.18U.

Spanish (DGE)

-ον
I fil.
1 inmóvil (ὁ ἥλιος) οὐκ ἔστι δ' ἀκίνητος οὐδὲ ἀ. Cleom.2.1.71, (ὁ οὐρανός) οὐ μεταβαίνει τόπον ἐκ τόπου, ἀλλὰ μένει γε ἐν ταὐτῷ καὶ ἀ. λέγεται Simp.in Ph.611.5.
2 inmutable c. abstr. ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ Procl.in Euc.214.1, Simp.in Ph.1162.6, cf. Procl.in Ti.2.243.19, ζωή Simp.in Ph.613.38, tb. subst. τὸ ἀμετάβατον τῶν ποιοτήτων Porph.in Cat.100.8.
3 subst. impenetrabilidad ἡ γὰρ κοινότης ἡ ὑπάρχουσα αὐτοῖς πρὸς τὰ ἀμετάβατα la comunidad que se da entre ellos (los átomos) en cuanto a su impenetrabilidad Epicur.Ep.[2] 59.8.
II gram.
1 del pronombre reflexivo op. τὰ μεταβατικά A.D.Pron.44.12, ἡ ἀ. κατὰ τὸ πρόσωπον ἀντωνυμία Sch.D.T.88.31.
2 del verbo intransitivo ῥῆμα Sch.D.T.89.4, cf. Priscian.Inst.552.25.
III adv. -ως
1 fil. sin transición ἀκινήτως καὶ ἀ. sin movimiento ni transición Procl.Inst.52.
2 gram. intransitivamente Sch.Ar.Pl.142, 158.

German (Pape)

[Seite 122] intransitivum, ῥῆμα, Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de gramm. intransitif.
Étymologie: , μεταβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάβᾰτος: -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβατον ῥῆμα Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετάβατος, -ον) μεταβαίνω
1. αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί κάπου
αρχ.
1. (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, στάσιμος, ακίνητος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον διασχίσει.