ἀξυγκρότητος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀσυγ- D.H.<i>Dem</i>.19<br /><b class="num">1</b> [[no ensamblado]] fig. de los remeros [[que no están entrenados para remar al unísono]] Th.8.95.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no tiene cohesión]], [[incoherente]] del estilo, D.H.l.c.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀσυγ- D.H.<i>Dem</i>.19<br /><b class="num">1</b> [[no ensamblado]] fig. de los remeros [[que no están entrenados para remar al unísono]] Th.8.95.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no tiene cohesión]], [[incoherente]] del estilo, D.H.l.c.
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att. p.</i> [[ἀσυγκρότητος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀξυγκρότητος''': -ον, [[ἀντί]] ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ [[πυκνόν]], ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.
|lstext='''ἀξυγκρότητος''': -ον, [[ἀντί]] ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ [[πυκνόν]], ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att. p.</i> [[ἀσυγκρότητος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:08, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξυγκρότητος Medium diacritics: ἀξυγκρότητος Low diacritics: αξυγκρότητος Capitals: ΑΞΥΓΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: axynkrótētos Transliteration B: axynkrotētos Transliteration C: aksygkrotitos Beta Code: a)cugkro/thtos

English (LSJ)

ον, for ἀσυγκρότητος, not welded together by the hammer: metaph. of rowers, not trained to pull together, Th.8.95; of style, not compact, rambling, D.H.Dem.19.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀσυγ- D.H.Dem.19
1 no ensamblado fig. de los remeros que no están entrenados para remar al unísono Th.8.95.
2 fig. que no tiene cohesión, incoherente del estilo, D.H.l.c.

French (Bailly abrégé)

anc. att. p. ἀσυγκρότητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξυγκρότητος: -ον, ἀντί ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ πυκνόν, ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.

Greek Monolingual

ἀξυγκρότητος, -ον (αντί ἀσυγκρότητος) (Α)
1. αυτός που δεν συγκολλήθηκε με σφυρί
2. μτφ. (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους
3. (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ξυγκροτώ (αντί συγκροτώ) < ξυν + κροτώ].

Greek Monotonic

ἀξυγκρότητος: -ον (συγκροτέω), μη συγκολλημένος με σφυρηλάτηση· μεταφ. λέγεται για τα κουπιά, μη εξασκημένος να κωπηλατεί ταυτόχρονα με άλλον, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀξυγκρότητος: староатт. = ἀσυγκρότητος.

Middle Liddell

συγκροτέω
not welded together by the hammer:— metaph. of rowers, not trained to keep time, Thuc.