ἀπέχθομαι: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0289.png Seite 289]] s. [[ἀπεχθάνομαι]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0289.png Seite 289]] s. [[ἀπεχθάνομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[ἀπεχθάνομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπέχθομαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἀπεχθάνομαι]] κατὰ πρῶτον ἀπαντῶν ἐν Θεοκρ. 7. 45, Λυκ. 11, Ἀνθ. Π. 5. 177, Πλουτ. Μάρκελλ. 22, κτλ.: [[καθότι]] τὸ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 1260 διωρθώθη ἤδη εἰς [[ἐπάχθομαι]], καὶ τὸ ἀπαρέμ. ἀπέχθεσθαι (Ἰλ. Φ. 83, Εὐρ. Μήδ. 290, Θουκ. 1. 136, κτλ.) νῦν γράφεται ἀπεχθέσθαι, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἀπαρέμ. τοῦ ἀπηχθόμην, ἀόρ. τοῦ [[ἀπεχθάνομαι]], ἴδε Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''ἀπέχθομαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἀπεχθάνομαι]] κατὰ πρῶτον ἀπαντῶν ἐν Θεοκρ. 7. 45, Λυκ. 11, Ἀνθ. Π. 5. 177, Πλουτ. Μάρκελλ. 22, κτλ.: [[καθότι]] τὸ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 1260 διωρθώθη ἤδη εἰς [[ἐπάχθομαι]], καὶ τὸ ἀπαρέμ. ἀπέχθεσθαι (Ἰλ. Φ. 83, Εὐρ. Μήδ. 290, Θουκ. 1. 136, κτλ.) νῦν γράφεται ἀπεχθέσθαι, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἀπαρέμ. τοῦ ἀπηχθόμην, ἀόρ. τοῦ [[ἀπεχθάνομαι]], ἴδε Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:15, 2 October 2022
English (LSJ)
later form of ἀπεχθάνομαι, Theoc.7.45, Lyc.116, AP5.176 (Mel.), Plu. Marc.22, etc.; for in E.Hipp.1260 ἐπάχθομαι is the better reading; and the inf. ἀπέχθεσθαι freq. found in codd. should be written ἀπεχθέσθαι, cf. ἀπεχθάνομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [part. act. tard. ἀπέχθων SB 8421.3 (I a.C.)]
1 ser odioso c. dat. agente μοὶ καὶ τέκτων μέγ' ἀπέχθεται Theoc.7.45, cf. Lyc.116, AP 5.177 (Mel.), Plu.Marc.22, Luc.Tox.51
•abs. ἀπηχθόμην me hice odioso Archil.141.
2 en v. act. odiar μακρὰς ... ἀμβολάς SB l.c.
German (Pape)
[Seite 289] s. ἀπεχθάνομαι.
French (Bailly abrégé)
c. ἀπεχθάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέχθομαι: μεταγεν. τύπος τοῦ ἀπεχθάνομαι κατὰ πρῶτον ἀπαντῶν ἐν Θεοκρ. 7. 45, Λυκ. 11, Ἀνθ. Π. 5. 177, Πλουτ. Μάρκελλ. 22, κτλ.: καθότι τὸ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 1260 διωρθώθη ἤδη εἰς ἐπάχθομαι, καὶ τὸ ἀπαρέμ. ἀπέχθεσθαι (Ἰλ. Φ. 83, Εὐρ. Μήδ. 290, Θουκ. 1. 136, κτλ.) νῦν γράφεται ἀπεχθέσθαι, ὅπερ εἶναι ἀπαρέμ. τοῦ ἀπηχθόμην, ἀόρ. τοῦ ἀπεχθάνομαι, ἴδε Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
ἀπέχθομαι (Α)
βλ. απεχθάνομαι.
Greek Monotonic
ἀπέχθομαι: μεταγεν. τύπος του ἀπεχθάνομαι, σε Θεόκρ. κ.λπ.· το απαρ. ἀπέχθεσθαι, σε Όμηρ. κ.λπ., αποδίδεται με τον τύπο ἀπεχθέσθαι, απαρ. του ἀπηχθόμην, αόρ. βʹ του ἀπεχθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέχθομαι: Theocr., Plut., Anth. = ἀπεχθάνομαι.