ἀπαθανατίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0274.png Seite 274]] unsterblich machen, unter die Götter versetzen, Plat. Charm. 156 d u. Sp.; Arist. eth. 10, 7 setzt ἀνθρώπινα φρονεῖν entgegen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0274.png Seite 274]] unsterblich machen, unter die Götter versetzen, Plat. Charm. 156 d u. Sp.; Arist. eth. 10, 7 setzt ἀνθρώπινα φρονεῖν entgegen.
}}
{{bailly
|btext=diviniser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀθάνατος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπᾰθᾰνᾰτίζω''': [[κλίνω]] πρὸς τὸ ἀθάνατον, [[κλίνω]] πρὸς τὸ [[θεῖον]], προσπαθῶ νὰ παρομοιάσω πρὸς τὸ [[θεῖον]], χρὴ δὲ οὐ κατὰ τοὺς παραινοῦντας, ἀνθρώπινα φρονεῖν, ἄνθρωπον [[ὄντα]], οὐδὲ θνητὰ τὸν θνητόν· ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον ἐνδέχεται ἀπαθανατίζειν καὶ ἅπαντα ποιεῖν πρὸς τὸ ζῆν κατὰ τὸ κράτιστον τῶν ἐν αὐτῷ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 8, Πλάτ. Χαρμ. 156D, [[ἔνθα]] ἴδε Heind. ΙΙ. μεταβ., [[ἀνάγω]] τινὰ εἰς θεούς, ἀποθεῶ αὐτόν, Διόδ. 2. 20· ἀπ. τὴν ψυχήν, παριστῶ αὐτὴν ὡς ἀθάνατον, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. 576. 38 Brandis: - Παθ., καθίσταμαι, [[ἀθάνατος]], [[κερδαίνω]] τὴν ἀθανασίαν, ψυχαὶ ἀπαθανατιζόμεναι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φθαρτὰ σώματα, Φίλων 1. 427: [[γίνομαι]] [[θεός]], Δίων Κ. 45. 7· τὸ ὄνομά μου καθίσταται ἀθάνατον, τοὺς διὰ τῶν ποιημάτων ἀπαθανατιζομένους τῇ δόξῃ Διόδ. 4. 7 ἐν τέλει.
|lstext='''ἀπᾰθᾰνᾰτίζω''': [[κλίνω]] πρὸς τὸ ἀθάνατον, [[κλίνω]] πρὸς τὸ [[θεῖον]], προσπαθῶ νὰ παρομοιάσω πρὸς τὸ [[θεῖον]], χρὴ δὲ οὐ κατὰ τοὺς παραινοῦντας, ἀνθρώπινα φρονεῖν, ἄνθρωπον [[ὄντα]], οὐδὲ θνητὰ τὸν θνητόν· ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον ἐνδέχεται ἀπαθανατίζειν καὶ ἅπαντα ποιεῖν πρὸς τὸ ζῆν κατὰ τὸ κράτιστον τῶν ἐν αὐτῷ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 8, Πλάτ. Χαρμ. 156D, [[ἔνθα]] ἴδε Heind. ΙΙ. μεταβ., [[ἀνάγω]] τινὰ εἰς θεούς, ἀποθεῶ αὐτόν, Διόδ. 2. 20· ἀπ. τὴν ψυχήν, παριστῶ αὐτὴν ὡς ἀθάνατον, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. 576. 38 Brandis: - Παθ., καθίσταμαι, [[ἀθάνατος]], [[κερδαίνω]] τὴν ἀθανασίαν, ψυχαὶ ἀπαθανατιζόμεναι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φθαρτὰ σώματα, Φίλων 1. 427: [[γίνομαι]] [[θεός]], Δίων Κ. 45. 7· τὸ ὄνομά μου καθίσταται ἀθάνατον, τοὺς διὰ τῶν ποιημάτων ἀπαθανατιζομένους τῇ δόξῃ Διόδ. 4. 7 ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=diviniser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀθάνατος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰθᾰνᾰτίζω Medium diacritics: ἀπαθανατίζω Low diacritics: απαθανατίζω Capitals: ΑΠΑΘΑΝΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apathanatízō Transliteration B: apathanatizō Transliteration C: apathanatizo Beta Code: a)paqanati/zw

English (LSJ)

A aim at immortality, Pl.Chrm.156d, v.l. in Arist. EN1177b33. II trans., deify, D.S.2.20, Vett.Val.150.17; ἑαυτόν Inscr. ap. Str.15.1.73; ἀ. τὴν ψυχήν represent it as immortal, Ascl. in Metaph.90.26; make perpetual, θεὸς ἀ. τὰ γένη Ph.1.9; διὰ τοῦ πυρὸς ἀ. τοῖς θεοῖς τὰς τιμάς Porph.Abst.2.5:—Pass., become immortal, earn immortality, ψυχαὶ ἀπαθανατιζόμεναι, opp. φθαρτὰ σώματα, Ph.1.427; become a god, D.C.45.7.

Spanish (DGE)

I 1hacer inmortal abs., Pl.Chrm.156d
c. ac. αὐτὸν καίτοι θνητὸν εἶναι δοκοῦντα ἀπαθανατίζει en cambio, a uno que parece mortal lo hace inmortal de la virtud, Ph.2.338
en v. med. hacerse inmortal del alma, Ph.1.427, de Moisés, Ph.2.179
por obra del bautismo, Clem.Al.Paed.1.6.26.
2 considerar inmortal ψυχήν Ascl.in Metaph.90.26
en v. pas. ὃς δι' ἀρετὴν ἀπηθανατίσθη Sch.Pi.N.10.12.
II hacer perpetuo, inextinguible γένη Ph.1.9, τιμάς Porph.Abst.2.5.
III deificar τὴν Σεμίραμιν D.S.2.20, τοὺς ἐντυγχάνοντας Vett.Val.150.17, PMag.4.647
en v. med. convertirse en dios de César, D.C.45.7.1.

German (Pape)

[Seite 274] unsterblich machen, unter die Götter versetzen, Plat. Charm. 156 d u. Sp.; Arist. eth. 10, 7 setzt ἀνθρώπινα φρονεῖν entgegen.

French (Bailly abrégé)

diviniser.
Étymologie: ἀπό, ἀθάνατος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰθᾰνᾰτίζω: κλίνω πρὸς τὸ ἀθάνατον, κλίνω πρὸς τὸ θεῖον, προσπαθῶ νὰ παρομοιάσω πρὸς τὸ θεῖον, χρὴ δὲ οὐ κατὰ τοὺς παραινοῦντας, ἀνθρώπινα φρονεῖν, ἄνθρωπον ὄντα, οὐδὲ θνητὰ τὸν θνητόν· ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον ἐνδέχεται ἀπαθανατίζειν καὶ ἅπαντα ποιεῖν πρὸς τὸ ζῆν κατὰ τὸ κράτιστον τῶν ἐν αὐτῷ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 8, Πλάτ. Χαρμ. 156D, ἔνθα ἴδε Heind. ΙΙ. μεταβ., ἀνάγω τινὰ εἰς θεούς, ἀποθεῶ αὐτόν, Διόδ. 2. 20· ἀπ. τὴν ψυχήν, παριστῶ αὐτὴν ὡς ἀθάνατον, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. 576. 38 Brandis: - Παθ., καθίσταμαι, ἀθάνατος, κερδαίνω τὴν ἀθανασίαν, ψυχαὶ ἀπαθανατιζόμεναι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φθαρτὰ σώματα, Φίλων 1. 427: γίνομαι θεός, Δίων Κ. 45. 7· τὸ ὄνομά μου καθίσταται ἀθάνατον, τοὺς διὰ τῶν ποιημάτων ἀπαθανατιζομένους τῇ δόξῃ Διόδ. 4. 7 ἐν τέλει.

Greek Monolingual

ἀπαθανατίζω)
νεοελλ.
δίνω σε κάτι αθανασία, το διατηρώ με την τέχνη, τη φωτογραφία κ.λπ.
αρχ.
1. τείνω προς την αθανασία, προσπαθώ να γίνω αθάνατος
2. θεοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αθανατίζω < αθάνατος. Ο τ. αποθανατίζω οφείλεται σε εσφαλμένο χωρισμό των συνθέτων της λέξης].

Greek Monotonic

ἀπᾰθᾰνᾰτίζω: μέλ. —σω, στοχεύω, κλίνω προς την αθανασία, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαθᾰνατίζω:
1) делать бессмертным Plat., Diod., Luc.;
2) стремиться к бессмертию Arst.

Middle Liddell

to aim at immortality, Plat., Arist.