ἀπινύσσω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0291.png Seite 291]] ([[πινυτός]], [[πινύσσω]], [[πνέω]], πεπνυμένος), Hom. dreimal, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od. 5, 342. 6, 258, du scheinst mir nicht unverständig zu sein, Homerisch = du scheinst mir sehr verständig zu sein; Iliad. 15, 10 κῆρ ἀπινύσσων, besinnungslos; Aristophanes Byz. las ἀπινύσκων, Andere κῆρα πινύσσων, »den Tod erwartend«, Aristarch κῆρ ἀπινύσσων, was er unter Berufung auf Od. 5, 342. 6, 258 = τὸ [[κέαρ]] ἀπινυτῶν erklärte, s. Scholl. Aristonic., Didym., Herodian., vgl. Apoll. lex. Hom. 38, 27. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0291.png Seite 291]] ([[πινυτός]], [[πινύσσω]], [[πνέω]], πεπνυμένος), Hom. dreimal, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od. 5, 342. 6, 258, du scheinst mir nicht unverständig zu sein, Homerisch = du scheinst mir sehr verständig zu sein; Iliad. 15, 10 κῆρ ἀπινύσσων, besinnungslos; Aristophanes Byz. las ἀπινύσκων, Andere κῆρα πινύσσων, »den Tod erwartend«, Aristarch κῆρ ἀπινύσσων, was er unter Berufung auf Od. 5, 342. 6, 258 = τὸ [[κέαρ]] ἀπινυτῶν erklärte, s. Scholl. Aristonic., Didym., Herodian., vgl. Apoll. lex. Hom. 38, 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />n’avoir pas sa raison.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πινυτός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπῐνύσσω''': (πινυτὸς) εἶμαι [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν, «ἀφραίνειν καὶ ἐστερῆσθαι τοῦ πινυτὸς [[εἶναι]]» (Εὐστ.) Ὀδ. Ε. 342· ὁ δ’ ἀργαλέῳ ἔχετ’ ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων, «αὐτὸς δὲ χαλεπῇ κατείχετο ἀναπνοῇ [[παράφρων]] τῇ ψυχῇ καὶ ἀξεστηκὼς» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ο. 10· ἴδε Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ. ἐν λ. ἀπινυτέω. | |lstext='''ἀπῐνύσσω''': (πινυτὸς) εἶμαι [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν, «ἀφραίνειν καὶ ἐστερῆσθαι τοῦ πινυτὸς [[εἶναι]]» (Εὐστ.) Ὀδ. Ε. 342· ὁ δ’ ἀργαλέῳ ἔχετ’ ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων, «αὐτὸς δὲ χαλεπῇ κατείχετο ἀναπνοῇ [[παράφρων]] τῇ ψυχῇ καὶ ἀξεστηκὼς» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ο. 10· ἴδε Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ. ἐν λ. ἀπινυτέω. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 13:19, 2 October 2022
English (LSJ)
(πινυτός) lack understanding, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od.5.342, 6.258; κῆρ ἀπινύσσων, of one lying senseless, Il.15.10; cf. Apollon.Lex. s.v. ἀπινυτέω.
Spanish (DGE)
(ἀπῐνύσσω)
perder el sentido κῆρ ἀπινύσσων perdido el sentido de un guerrero caído Il.15.10, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od.5.342, 6.258.
German (Pape)
[Seite 291] (πινυτός, πινύσσω, πνέω, πεπνυμένος), Hom. dreimal, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od. 5, 342. 6, 258, du scheinst mir nicht unverständig zu sein, Homerisch = du scheinst mir sehr verständig zu sein; Iliad. 15, 10 κῆρ ἀπινύσσων, besinnungslos; Aristophanes Byz. las ἀπινύσκων, Andere κῆρα πινύσσων, »den Tod erwartend«, Aristarch κῆρ ἀπινύσσων, was er unter Berufung auf Od. 5, 342. 6, 258 = τὸ κέαρ ἀπινυτῶν erklärte, s. Scholl. Aristonic., Didym., Herodian., vgl. Apoll. lex. Hom. 38, 27.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
n’avoir pas sa raison.
Étymologie: ἀ, πινυτός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῐνύσσω: (πινυτὸς) εἶμαι ἄφρων, ἀνόητος, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν, «ἀφραίνειν καὶ ἐστερῆσθαι τοῦ πινυτὸς εἶναι» (Εὐστ.) Ὀδ. Ε. 342· ὁ δ’ ἀργαλέῳ ἔχετ’ ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων, «αὐτὸς δὲ χαλεπῇ κατείχετο ἀναπνοῇ παράφρων τῇ ψυχῇ καὶ ἀξεστηκὼς» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ο. 10· ἴδε Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ. ἐν λ. ἀπινυτέω.
English (Autenrieth)
(πινυτός): lack understanding, Od. 5.342; be unconscious; κῆρ, acc. of specification, Il. 15.10.
Greek Monolingual
ἀπινύσσω (Α)
1. είμαι ανόητος
2. πέφτω αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πινύσσω «συνετίζω, νουθετώ»].
Greek Monotonic
ἀπῐνύσσω: (α- στερητικό και πινυτός), μόνο στον ενεστ., στερούμαι αντίληψης, είμαι άφρων, ανόητος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπῐνύσσω:
1) находиться без сознания (κῆρ ἀπινύσσων Hom.);
2) быть безрассудным (δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀ. Hom.).
Middle Liddell
[α privat.,, πινυτός
only in pres. to lack understanding, be senseless, Hom.