ἀποκώλυσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0310.png Seite 310]] ἡ, das Verhindern, Verweigern, Xen. de re equ. 3. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0310.png Seite 310]] ἡ, das Verhindern, Verweigern, Xen. de re equ. 3. 11.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />empêchement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκωλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκώλῡσις''': -εως, ἡ, ἀποποίησις, ἄρνησις, ἐπὶ ἵππων μὴ δεχομένων τὸν χαλινὸν ἢ τὸν ἀναβάτην, τὰς δέ γε τῶν χαλινώσεων καὶ ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις Ξεν. Ἱππ. 3. 11· [[κώλυσις]], ἐμπόδιον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1571.
|lstext='''ἀποκώλῡσις''': -εως, ἡ, ἀποποίησις, ἄρνησις, ἐπὶ ἵππων μὴ δεχομένων τὸν χαλινὸν ἢ τὸν ἀναβάτην, τὰς δέ γε τῶν χαλινώσεων καὶ ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις Ξεν. Ἱππ. 3. 11· [[κώλυσις]], ἐμπόδιον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1571.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />empêchement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκωλύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκώλῡσις Medium diacritics: ἀποκώλυσις Low diacritics: αποκώλυσις Capitals: ΑΠΟΚΩΛΥΣΙΣ
Transliteration A: apokṓlysis Transliteration B: apokōlysis Transliteration C: apokolysis Beta Code: a)pokw/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ, hindering, X.Eq.3.11, J.AJ14.11.5.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
impedimento ἀναβάσεων X.Eq.3.11, cf. I.AI 14.285.

German (Pape)

[Seite 310] ἡ, das Verhindern, Verweigern, Xen. de re equ. 3. 11.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
empêchement.
Étymologie: ἀποκωλύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, ἀποποίησις, ἄρνησις, ἐπὶ ἵππων μὴ δεχομένων τὸν χαλινὸν ἢ τὸν ἀναβάτην, τὰς δέ γε τῶν χαλινώσεων καὶ ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις Ξεν. Ἱππ. 3. 11· κώλυσις, ἐμπόδιον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1571.

Greek Monolingual

ἀποκώλυσις, η (Α)
το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει κανείς κάτι.

Greek Monotonic

ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, παρεμπόδιση, κωλυσιεργία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκώλῡσις: εως ἡ помеха Xen.

Middle Liddell

[from ἀποκωλύω
a hindrance, Xen.