ἀποσκλῆναι: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)posklh=nai
|Beta Code=a)posklh=nai
|Definition=aor. 2 inf. of [[Αποσκέλλω]] (cf. [[σκέλλω]]), to [[be dried up]], [[wither]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>160</span>: pf., λιμῷ ἀπεσκληκέναι <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>27.7</span>: and abs., ἀπέσκλη [[died of starvation]], <span class="bibl">Men.<span class="title">Her.</span>30</span>: fut. ἀποσκλήσῃ <span class="title">AP</span>11.37 (Antip.).
|Definition=aor. 2 inf. of [[Αποσκέλλω]] (cf. [[σκέλλω]]), to [[be dried up]], [[wither]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>160</span>: pf., λιμῷ ἀπεσκληκέναι <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>27.7</span>: and abs., ἀπέσκλη [[died of starvation]], <span class="bibl">Men.<span class="title">Her.</span>30</span>: fut. ἀποσκλήσῃ <span class="title">AP</span>11.37 (Antip.).
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> ἀποσκέλλω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσκλῆναι''': ἀπαρ. αὀρ. β΄ ὡς εἰ ἐκ ῥημ. *ἀπόσκλημι (πρβλ. [[σκέλλω]]) εἶμαι ἀπεξηραμμένος, ξηραίνομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 160: - [[οὕτως]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πρκμ., λιμῷ ἀπεσκληκέναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7· [[ἀλλά]], ἀποσκλήσῃ Ἀνθ. Π. 11. 37: - Ἐπίρρ. ἀπεσκληκότως ἔχειν [[πρός]] τι, διακεῖσθαι σκληρῶς [[ἐναντίον]] τινός, Συνέσ. 275C.
|lstext='''ἀποσκλῆναι''': ἀπαρ. αὀρ. β΄ ὡς εἰ ἐκ ῥημ. *ἀπόσκλημι (πρβλ. [[σκέλλω]]) εἶμαι ἀπεξηραμμένος, ξηραίνομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 160: - [[οὕτως]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πρκμ., λιμῷ ἀπεσκληκέναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7· [[ἀλλά]], ἀποσκλήσῃ Ἀνθ. Π. 11. 37: - Ἐπίρρ. ἀπεσκληκότως ἔχειν [[πρός]] τι, διακεῖσθαι σκληρῶς [[ἐναντίον]] τινός, Συνέσ. 275C.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> ἀποσκέλλω.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκλῆναι Medium diacritics: ἀποσκλῆναι Low diacritics: αποσκλήναι Capitals: ΑΠΟΣΚΛΗΝΑΙ
Transliteration A: aposklē̂nai Transliteration B: aposklēnai Transliteration C: aposklinai Beta Code: a)posklh=nai

English (LSJ)

aor. 2 inf. of Αποσκέλλω (cf. σκέλλω), to be dried up, wither, Ar.V.160: pf., λιμῷ ἀπεσκληκέναι Luc.DMort.27.7: and abs., ἀπέσκλη died of starvation, Men.Her.30: fut. ἀποσκλήσῃ AP11.37 (Antip.).

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de ἀποσκέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκλῆναι: ἀπαρ. αὀρ. β΄ ὡς εἰ ἐκ ῥημ. *ἀπόσκλημι (πρβλ. σκέλλω) εἶμαι ἀπεξηραμμένος, ξηραίνομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 160: - οὕτως ὡσαύτως ἐν τῷ πρκμ., λιμῷ ἀπεσκληκέναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7· ἀλλά, ἀποσκλήσῃ Ἀνθ. Π. 11. 37: - Ἐπίρρ. ἀπεσκληκότως ἔχειν πρός τι, διακεῖσθαι σκληρῶς ἐναντίον τινός, Συνέσ. 275C.

Greek Monotonic

ἀποσκλῆναι: απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από *ἀπόσκλημι (πρβλ. σκέλλω), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ. ἀπέσκληκα, σε Λουκ.· μέλ. ἀποσκλήσω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκλῆναι: inf. aor. 2 к ἀποσκέλλομαι.

Middle Liddell

[as if from *ἀπόσκλημι (cf. σκέλλω),]
to be dried up, to wither, Ar.; so perf. ἀπέσκληκα Luc.; fut. ἀποσκλήσω Anth.