ἀπόμαχος: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] ([[μάχη]]), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] ([[μάχη]]), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est loin du combat ; libéré du service actif;<br /><b>2</b> impropre au combat.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μάχη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόμᾰχος''': -ον, ([[μάχη]]) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, [[ἀνίκανος]] πρὸς πόλεμον, [[ἄχρηστος]], Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13. | |lstext='''ἀπόμᾰχος''': -ον, ([[μάχη]]) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, [[ἀνίκανος]] πρὸς πόλεμον, [[ἄχρηστος]], Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (μάχη) A unfit for service, disabled, X.An.3.4.32, 4.1.13, Arr.Tact.12.4, Agath.3.22. II absent from the fight, of Achilles, AP9.467 tit., cf. Agath.2.7.
Spanish (DGE)
-ον
1 inútil, que esta fuera de combate πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.An.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.Tact.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.
2 que permanece apartado de la lucha μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν Ἀχιλλεύς AP 9.467 (tít), τῷ δ' Ἀχιλλεύς τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων φάλαγξ ἀπόμαχος ἦν Synes.Insomn.13 (p.174), cf. Them.Or.18.221a, Socr.Sch.HE 2.11.5
•milit. retirado de soldados, op. ‘veterano’, Lyd.Mag.1.47.
3 invencible ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν ἀπόμαχος μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.81).
German (Pape)
[Seite 314] (μάχη), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est loin du combat ; libéré du service actif;
2 impropre au combat.
Étymologie: ἀπό, μάχη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόμᾰχος: -ον, (μάχη) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, ἀνίκανος πρὸς πόλεμον, ἄχρηστος, Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.
Greek Monolingual
ο (Α ἀπόμαχος, -ον)
νεοελλ.
1. απόστρατος
2. αυτός που έχει αποσυρθεί από την εργασία ή την υπηρεσία του
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί πλέον να μάχεται.
Greek Monotonic
ἀπόμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που πλέον δεν μάχεται, που δεν είναι πλέον σε θέση να μάχεται, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόμᾰχος:
1) небоеспособный Xen.;
2) не принимающий участия в боях (Ἀχιλλεύς Anth.).