ἀρχηγενής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές [[que es el origen de]] κλαυμάτων A.<i>A</i>.1628.
|dgtxt=-ές [[que es el origen de]] κλαυμάτων A.<i>A</i>.1628.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui est la première cause de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχή]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχηγενής''': ές = [[ἀρχέγονος]], ὁ [[αἴτιος]] τῆς πρώτης ἀρχῆς πράγματός τινος, καὶ [[ταῦτα]] τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1628.
|lstext='''ἀρχηγενής''': ές = [[ἀρχέγονος]], ὁ [[αἴτιος]] τῆς πρώτης ἀρχῆς πράγματός τινος, καὶ [[ταῦτα]] τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1628.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui est la première cause de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχή]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχηγενής Medium diacritics: ἀρχηγενής Low diacritics: αρχηγενής Capitals: ΑΡΧΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: archēgenḗs Transliteration B: archēgenēs Transliteration C: archigenis Beta Code: a)rxhgenh/s

English (LSJ)

ές, originating, causing, κλαυμάτων A.Ag.1628.

Spanish (DGE)

-ές que es el origen de κλαυμάτων A.A.1628.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est la première cause de, gén..
Étymologie: ἀρχή, γίγνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχηγενής: ές = ἀρχέγονος, ὁ αἴτιος τῆς πρώτης ἀρχῆς πράγματός τινος, καὶ ταῦτα τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1628.

Greek Monolingual

ἀρχηγενής, -ές (Α)
αυτός που κάνει την αρχή σε κάτι ή που κάνει κάτι ν' αρχίσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχη- < άρχω + -γενής < γένος < γίγνομαι. Πρόκειται για άπαξ ειρημένο τ. και είναι το μοναδικό σύνθετο στο α' συνθετικό του οποίου εμφανίζεται το ρ. άρχω με τη μορφή αρχή-].

Greek Monotonic

ἀρχηγενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που δημιουργεί την πρώτη αρχή για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχηγενής: являющийся первопричиной (κλαυμάτων Aesch.).

Middle Liddell

γίγνομαι
causing the first beginning of a thing, c. gen., Aesch.