ἀρτοπώλιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0363.png Seite 363]] τό, = [[ἀρτοπωλεῖον]], Ar. Ran. 112.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0363.png Seite 363]] τό, = [[ἀρτοπωλεῖον]], Ar. Ran. 112.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />boulangerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτόπωλις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτοπώλιον''': τὸ, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] πωλοῦνται οἱ ἄρτοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 112· ἥκω Θεαρίωνος [[ἀρτοπώλιον]] λιπών, ἵν’ ἐστί κριβάνων ἑδώλια Ἀποσπ. 199, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21: ― [[Κατὰ]] τὸν Σουΐδ. «[[ἀρτοπωλεῖον]], τὸ μαγκιπεῖον ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· [[ἀρτοπώλιον]] δὲ ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] οἱ ἄρτοι πιπράσκονται»· ― κατὰ δὲ Ζωναρᾶν σ. 305 «[[ἀρτοπώλιον]], ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] οἱ ἄρτοι πιπράσκονται· ἀρτοπολεῖον δὲ τὸ μαγκιπεῖον, ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· μικρὸν καὶ δίφθογγον»· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21.
|lstext='''ἀρτοπώλιον''': τὸ, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] πωλοῦνται οἱ ἄρτοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 112· ἥκω Θεαρίωνος [[ἀρτοπώλιον]] λιπών, ἵν’ ἐστί κριβάνων ἑδώλια Ἀποσπ. 199, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21: ― [[Κατὰ]] τὸν Σουΐδ. «[[ἀρτοπωλεῖον]], τὸ μαγκιπεῖον ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· [[ἀρτοπώλιον]] δὲ ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] οἱ ἄρτοι πιπράσκονται»· ― κατὰ δὲ Ζωναρᾶν σ. 305 «[[ἀρτοπώλιον]], ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] οἱ ἄρτοι πιπράσκονται· ἀρτοπολεῖον δὲ τὸ μαγκιπεῖον, ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· μικρὸν καὶ δίφθογγον»· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />boulangerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτόπωλις]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτοπώλιον Medium diacritics: ἀρτοπώλιον Low diacritics: αρτοπώλιον Capitals: ΑΡΤΟΠΩΛΙΟΝ
Transliteration A: artopṓlion Transliteration B: artopōlion Transliteration C: artopolion Beta Code: a)rtopw/lion

English (LSJ)

τό, baker's shop, Ar.Ra.112, Fr.155: -εῖον, Suid.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): -εῖον Pall.H.Laus.37.7, Poll.7.21, Sud.
panadería Ar.Ra.112, Fr.1, Philostr.VS 526, Poll.l.c., Pall.l.c., Sud.

German (Pape)

[Seite 363] τό, = ἀρτοπωλεῖον, Ar. Ran. 112.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
boulangerie.
Étymologie: ἀρτόπωλις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοπώλιον: τὸ, τὸ μέρος ἔνθα πωλοῦνται οἱ ἄρτοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 112· ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών, ἵν’ ἐστί κριβάνων ἑδώλια Ἀποσπ. 199, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21: ― Κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἀρτοπωλεῖον, τὸ μαγκιπεῖον ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· ἀρτοπώλιον δὲ ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται»· ― κατὰ δὲ Ζωναρᾶν σ. 305 «ἀρτοπώλιον, ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται· ἀρτοπολεῖον δὲ τὸ μαγκιπεῖον, ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· μικρὸν καὶ δίφθογγον»· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21.

Greek Monolingual

ἀρτοπώλιον, το (Α) αρτόπωλις
το αρτοπωλείο.

Greek Monotonic

ἀρτοπώλιον: τό, αρτοποιείο, φούρνος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτοπώλιον: τό булочная Arph.

Middle Liddell

[from ἀρτόπωλις
a baker's shop, bakery, Ar.