ἀσκάντης: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0370.png Seite 370]] ὁ, 1) ein schlechtes Bett od. Lehnstuhl, Ar. Nubb. 624, Schol. δίφρου [[εἶδος]] ἢ κράβατος; vgl. Luc. Lexiph. 6. – 2) Todtenbahre, Antiphil. 35 (VII, 634). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0370.png Seite 370]] ὁ, 1) ein schlechtes Bett od. Lehnstuhl, Ar. Nubb. 624, Schol. δίφρου [[εἶδος]] ἢ κράβατος; vgl. Luc. Lexiph. 6. – 2) Todtenbahre, Antiphil. 35 (VII, 634). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />grabat.<br />'''Étymologie:''' DELG ? ; terme prob. populaire. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσκάντης''': -ου, ὁ κράβατος, [[κλινίδιον]] εὐτελές, ἕξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6. ΙΙ. [[φέρετρον]], νεκροκράβατον, Ἀνθ. Π. 7. 634. | |lstext='''ἀσκάντης''': -ου, ὁ κράβατος, [[κλινίδιον]] εὐτελές, ἕξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6. ΙΙ. [[φέρετρον]], νεκροκράβατον, Ἀνθ. Π. 7. 634. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A pallet, Ar.Nu.633, Luc.Lex.6. II bier, AP 7.634 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ catre Ar.Nu.633, Call.Fr.240, Luc.Lex.6, Poll.10.35, Hsch., Sud., ref. a un féretro νεκυοστόλον ... ἀσκάντην lecho mortuorio, AP 7.634 (Antiphil.), cf. Ἀρχ.Ἐφ. 1895.59B.3.16 (I a.C.).
German (Pape)
[Seite 370] ὁ, 1) ein schlechtes Bett od. Lehnstuhl, Ar. Nubb. 624, Schol. δίφρου εἶδος ἢ κράβατος; vgl. Luc. Lexiph. 6. – 2) Todtenbahre, Antiphil. 35 (VII, 634).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
grabat.
Étymologie: DELG ? ; terme prob. populaire.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκάντης: -ου, ὁ κράβατος, κλινίδιον εὐτελές, ἕξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6. ΙΙ. φέρετρον, νεκροκράβατον, Ἀνθ. Π. 7. 634.
Greek Monolingual
ἀσκάντης, ο (Α)
1. φτωχικό στρώμα, ψάθα
2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθαν
κράββατον» (Ησύχιος)].
Greek Monotonic
ἀσκάντης: -ου, ὁ,
I. φτωχή κλίνη, αχυρόστρωμα, σε Αριστοφ.
II. φέρετρο, νεκροκρέβατο, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀσκάντης: ου ὁ
1) убогая постель, жалкий одр Arph., Luc.;
2) похоронные носилки Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: pallet, bier (Ar.).
Dialectal forms: ἀκχάνθαρ (codd. ἀκχαλίβαρ)· κράββατος, Λάκωνες H.; and σκάνθαν. κράββατον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: A substr. word, rather than vulgar (which solves nothing).
Middle Liddell
[Deriv. unknown.]
I. a poor bed, pallet, Ar.
II. a bier, Anth.
Frisk Etymology German
ἀσκάντης: {askántēs}
Grammar: m.
Meaning: schlechtes Bett, Totenbahre (Ar., Luk., AP).
Etymology: Unerklärt.
Page 1,163