ἀστιβής: Difference between revisions

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] ές, unbetreten, [[χέρσος]] Ἀπόλλωνι Aesch. Spt. 841; [[ἄλσος]] Soph. O. C. 126; [[χώρα]] Ai. 642; [[χώρα]] ἀστιβεστάτη Xen. Mem. 3, 8, 10; [[χωρίον]] Her. vit. Hom. 21; Arr. 5. 11. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] ές, unbetreten, [[χέρσος]] Ἀπόλλωνι Aesch. Spt. 841; [[ἄλσος]] Soph. O. C. 126; [[χώρα]] Ai. 642; [[χώρα]] ἀστιβεστάτη Xen. Mem. 3, 8, 10; [[χωρίον]] Her. vit. Hom. 21; Arr. 5. 11. 1.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> non foulé, non fréquenté ; désert;<br /><b>2</b> <i>en parl. de lieux consacrés</i> sacré, saint;<br /><i>Sp.</i> ἀστιβέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στείβω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστῐβής''': -ές, ([[στείβω]]) ὡς τὸ ἄστιπτος, [[ἀπάτητος]], τινὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 859: [[ἐντεῦθεν]]. 2) ἔρημος, [[ἄβατος]], [[χῶρος]] Σοφοκλ. Αἴ. 657˙ ἀστ. [[πόρος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀρίων παρ’ Αιλ. π. Ζ. 12. 45. 3) ὅν δὲν πρέπει τις νὰ πατήσῃ, [[ἱερός]], [[ἄλσος]] Σοφ. Ο. Κ. 126˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. μὴ ἀφίνων [[ἴχνος]], τροχὸς Μεσομήδ. ὕμν. εἰς Νέμεσ. 7.
|lstext='''ἀστῐβής''': -ές, ([[στείβω]]) ὡς τὸ ἄστιπτος, [[ἀπάτητος]], τινὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 859: [[ἐντεῦθεν]]. 2) ἔρημος, [[ἄβατος]], [[χῶρος]] Σοφοκλ. Αἴ. 657˙ ἀστ. [[πόρος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀρίων παρ’ Αιλ. π. Ζ. 12. 45. 3) ὅν δὲν πρέπει τις νὰ πατήσῃ, [[ἱερός]], [[ἄλσος]] Σοφ. Ο. Κ. 126˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. μὴ ἀφίνων [[ἴχνος]], τροχὸς Μεσομήδ. ὕμν. εἰς Νέμεσ. 7.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> non foulé, non fréquenté ; désert;<br /><b>2</b> <i>en parl. de lieux consacrés</i> sacré, saint;<br /><i>Sp.</i> ἀστιβέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στείβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστῐβής Medium diacritics: ἀστιβής Low diacritics: αστιβής Capitals: ΑΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: astibḗs Transliteration B: astibēs Transliteration C: astivis Beta Code: a)stibh/s

English (LSJ)

ές, (στείβω) A untrodden, τινί A.Th.859 (lyr.): hence, 2 desert, pathless, χῶρος S.Aj.657; ἀ. πόρος, of the sea, Arion 1.16; ὁδός Hymn.Is.149. 3 not to be trodden, holy, ἄλσος S.OC126; rare in Prose, as X.Mem.3.8.10. II Act., leaving no track, τροχός Mesom.Nem.7.

Spanish (DGE)

(ἀστῐβής) -ές
1 no hollado, no pisado χῶρος S.Ai.657, πόρος del mar Lyr.Adesp.21.17, ὁδός Hymn.Is.149 (Andros), ἐρίπνη Nonn.D.18.61, cf. Hsch., c. dat. θεωρίς ἀ. Ἀπόλλωνι A.Th.859, χῶρος ... θηρίοις ἀ. Ael.NA 10.49.
2 que no se puede pisar, sagrado ἄλσος S.OC 126, cf. X.Mem.3.8.10.
3 que no deja rastro τροχός Mesom.3.7.

German (Pape)

[Seite 376] ές, unbetreten, χέρσος Ἀπόλλωνι Aesch. Spt. 841; ἄλσος Soph. O. C. 126; χώρα Ai. 642; χώρα ἀστιβεστάτη Xen. Mem. 3, 8, 10; χωρίον Her. vit. Hom. 21; Arr. 5. 11. 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 non foulé, non fréquenté ; désert;
2 en parl. de lieux consacrés sacré, saint;
Sp. ἀστιβέστατος.
Étymologie: , στείβω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῐβής: -ές, (στείβω) ὡς τὸ ἄστιπτος, ἀπάτητος, τινὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 859: ἐντεῦθεν. 2) ἔρημος, ἄβατος, χῶρος Σοφοκλ. Αἴ. 657˙ ἀστ. πόρος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀρίων παρ’ Αιλ. π. Ζ. 12. 45. 3) ὅν δὲν πρέπει τις νὰ πατήσῃ, ἱερός, ἄλσος Σοφ. Ο. Κ. 126˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. μὴ ἀφίνων ἴχνος, τροχὸς Μεσομήδ. ὕμν. εἰς Νέμεσ. 7.

Greek Monolingual

ἀστιβής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει πατηθεί, ο απάτητος
2. ο ερημικός, ο αδιάβατος
3. ο άβατος, ο ιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»].

Greek Monotonic

ἀστῐβής: -ές (στείβω
1. απάτητος, σε Αισχύλ.· έρημος, άβατος, σε Σοφ.
2. αυτός που δεν πρέπει να πατηθεί, ιερός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστῐβής:
1) куда не ступала чья-л. нога, неприступный (χῶρος Soph.; χώρα Xen.): ἡ ἀ. Ἀπόλλωνι χέρσος Aesch. край, куда Аполлон никогда не заглядывал, т. е. подземное царство;
2) заповедный, священный (ἄλσος Soph.).

Middle Liddell

στείβω
1. untrodden, Aesch.: desert, pathless, Soph.
2. not to be trodden, holy, Soph.

English (Woodhouse)

pathless, untrodden

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)