ἀρραγής: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀρρᾰγής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no roto]] de concr. y abstr. ὀστέα Hp.<i>VC</i> 12, βάσεις <i>IG</i> 7.3073.103, ἁρμοί <i>IG</i> 7.3073.117 (Lebadea II a.C.), τάξις Ael.<i>Tact</i>.13.3, φάλαγξ Arr.<i>Tact</i>.12.4, σίδηρος Plu.<i>Demetr</i>.21, κόρυθες <i>AP</i> 9.323 (Antip.Sid.), ἕρκεα Nonn.<i>D</i>.22.174, κνημῖδες Nonn.<i>D</i>.30.29, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀρραγές [[superficie no rota]] Arist.<i>Pr</i>.899<sup>b</sup>20<br /><b class="num">•</b>fig. ἀρραγὲς ὄμμα ojo que no ha comenzado a llorar</i> S.<i>Fr</i>.736.<br /><b class="num">2</b> [[irrompible]] de concr. ξύλα Thphr.<i>HP</i> 5.5.6, τείχεα D.P.1006<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[inquebrantable]] παιδείας πόνος Ph.1.471, νοῦς Max.Tyr.41.2, ὁμολογία <i>Sardis</i> 18.50 (V d.C.), <i>Stud.Pal</i>.20.227.5 (VI/VII d.C.) [[διάλυσις]] <i>SB</i> 7033.73 (V d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[sin rotura]] S.<i>Fr</i>.1024a. | |dgtxt=(ἀρρᾰγής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no roto]] de concr. y abstr. ὀστέα Hp.<i>VC</i> 12, βάσεις <i>IG</i> 7.3073.103, ἁρμοί <i>IG</i> 7.3073.117 (Lebadea II a.C.), τάξις Ael.<i>Tact</i>.13.3, φάλαγξ Arr.<i>Tact</i>.12.4, σίδηρος Plu.<i>Demetr</i>.21, κόρυθες <i>AP</i> 9.323 (Antip.Sid.), ἕρκεα Nonn.<i>D</i>.22.174, κνημῖδες Nonn.<i>D</i>.30.29, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀρραγές [[superficie no rota]] Arist.<i>Pr</i>.899<sup>b</sup>20<br /><b class="num">•</b>fig. ἀρραγὲς ὄμμα ojo que no ha comenzado a llorar</i> S.<i>Fr</i>.736.<br /><b class="num">2</b> [[irrompible]] de concr. ξύλα Thphr.<i>HP</i> 5.5.6, τείχεα D.P.1006<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[inquebrantable]] παιδείας πόνος Ph.1.471, νοῦς Max.Tyr.41.2, ὁμολογία <i>Sardis</i> 18.50 (V d.C.), <i>Stud.Pal</i>.20.227.5 (VI/VII d.C.) [[διάλυσις]] <i>SB</i> 7033.73 (V d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[sin rotura]] S.<i>Fr</i>.1024a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />non brisé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ῥήγνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρρᾰγής''': -ές, ([[ῥήγνυμι]]), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· [[σίδηρος]] Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα [[ἐπιφάνεια]] Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, [[διότι]] δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· [[τεῖχος]] Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς [[ὄμμα]], [[ὅπερ]] δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου [[δάκρυον]]» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.) | |lstext='''ἀρρᾰγής''': -ές, ([[ῥήγνυμι]]), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· [[σίδηρος]] Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα [[ἐπιφάνεια]] Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, [[διότι]] δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· [[τεῖχος]] Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς [[ὄμμα]], [[ὅπερ]] δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου [[δάκρυον]]» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (ῥήγνυμι) A unbroken, ὀστέον Hp.VC12; βάσεις, ἁρμοί, IG7.3073.103,117 (Lebad.); τάξις Ael.Tact.13.3; φάλαγξ Arr.Tact. 12.4; σίδηρος Plu.Demetr.21; τὸ ἀ. unbroken surface, Arist.Pr.899b20. 2 that cannot be rent or broken, ξύλα Thphr.HP5.5.6; τείχεα D.P.1006: metaph., πόνος παιδείας Ph.1.471 (Sup.); νοῦς Max. Tyr. 41.2; ὁμολογία Anatolian Studies p.39 (Sardes, v A. D.), cf. PLond. 1731.34. II ἀ. ὄμμα an eye not bursting into tears, S.Fr.736.
Spanish (DGE)
(ἀρρᾰγής) -ές
I 1no roto de concr. y abstr. ὀστέα Hp.VC 12, βάσεις IG 7.3073.103, ἁρμοί IG 7.3073.117 (Lebadea II a.C.), τάξις Ael.Tact.13.3, φάλαγξ Arr.Tact.12.4, σίδηρος Plu.Demetr.21, κόρυθες AP 9.323 (Antip.Sid.), ἕρκεα Nonn.D.22.174, κνημῖδες Nonn.D.30.29, cf. Hsch.
•subst. τὸ ἀρραγές superficie no rota Arist.Pr.899b20
•fig. ἀρραγὲς ὄμμα ojo que no ha comenzado a llorar S.Fr.736.
2 irrompible de concr. ξύλα Thphr.HP 5.5.6, τείχεα D.P.1006
•de abstr. inquebrantable παιδείας πόνος Ph.1.471, νοῦς Max.Tyr.41.2, ὁμολογία Sardis 18.50 (V d.C.), Stud.Pal.20.227.5 (VI/VII d.C.) διάλυσις SB 7033.73 (V d.C.).
II adv. -ῶς sin rotura S.Fr.1024a.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non brisé.
Étymologie: ἀ, ῥήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, ὀστέον Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· σίδηρος Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα ἐπιφάνεια Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, διότι δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· τεῖχος Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς ὄμμα, ὅπερ δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου δάκρυον» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.)
Greek Monolingual
-ές (AM ἀρραγής [-οῦς], -ές)
1. ο ακλόνητος, ο σταθερός
2. ο πολύ στερεός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ρωγμές
2. (για το μάτι) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρραγής < ερράγην, β' παθ. αόρ. του ρ. ρήγνυμι].
Russian (Dvoretsky)
ἀρρᾰγής: неломкий, небьющийся (σίδηρος Plut.): τὸ ἀρραγές Arst. прочность.