ἁμῆ: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">I</b> [[en cierto modo]] [[ἄμη]] (<i>sic</i>) κατά τινα τρόπον Hp. en Gal.19.77, cf. [[ἁμῶς]].<br /><b class="num">II</b> en comp. c. otras partículas, escrito en una o varias palabras<br /><b class="num">1</b> [[en cierto modo]] ἀμῆγε· ἀμῆγέπω Hsch., ἁμῇ γέ πῃ Pl.<i>Prt</i>.331d, <i>R</i>.474c, d, <i>Plt</i>.278d, <i>Sph</i>.259d, Clem.Al.<i>Paed</i>.3.5.31, ἀμηγέπη Plu.2.71f, Luc.<i>Lex</i>.10, Ael.<i>NA</i> 14.9, ἁμῃγέπῃ D.Chr.7.17, ἀμηγέπῃ παρ' Ἀττικοῖς Hdn.Gr.1.489, ἀμῃγέπῃ Plot.6.4.21, ἁμηγέπη, ἁμηγέποι Hsch., <ἀ>μηγέπου καὶ <ἀ>μηγέποι Phot.p.91R. (s.u. ἀμηγέπη), cf. Sud.; cf. formas semejantes ἀμόθεν, [[ἀμουγέπου]], ἀμωσγέποι, ἀμωσγέπως, etc.<br /><b class="num">2</b> [[de todas formas]], [[de un modo y otro]] μιοθοφορεῖν ἁμῃγέπῃ Ar.<i>Ach</i>.608.
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">I</b> [[en cierto modo]] [[ἄμη]] (<i>sic</i>) κατά τινα τρόπον Hp. en Gal.19.77, cf. [[ἁμῶς]].<br /><b class="num">II</b> en comp. c. otras partículas, escrito en una o varias palabras<br /><b class="num">1</b> [[en cierto modo]] ἀμῆγε· ἀμῆγέπω Hsch., ἁμῇ γέ πῃ Pl.<i>Prt</i>.331d, <i>R</i>.474c, d, <i>Plt</i>.278d, <i>Sph</i>.259d, Clem.Al.<i>Paed</i>.3.5.31, ἀμηγέπη Plu.2.71f, Luc.<i>Lex</i>.10, Ael.<i>NA</i> 14.9, ἁμῃγέπῃ D.Chr.7.17, ἀμηγέπῃ παρ' Ἀττικοῖς Hdn.Gr.1.489, ἀμῃγέπῃ Plot.6.4.21, ἁμηγέπη, ἁμηγέποι Hsch., <ἀ>μηγέπου καὶ <ἀ>μηγέποι Phot.p.91R. (s.u. ἀμηγέπη), cf. Sud.; cf. formas semejantes ἀμόθεν, [[ἀμουγέπου]], ἀμωσγέποι, ἀμωσγέπως, etc.<br /><b class="num">2</b> [[de todas formas]], [[de un modo y otro]] μιοθοφορεῖν ἁμῃγέπῃ Ar.<i>Ach</i>.608.
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἀμῇ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμῆ''': ἐπίρρ. ([[κυρίως]] ἁμῇ, δοτ. θηλ. τοῦ ἁμός, = τίς), κατά τινα τρόπον· σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται εἰμὴ ἐν τοῖς συνθέτοις ἁμηγέπη ἢ -πῃ, κτλ. κατά τινα τρόπον, κἄπως κτλ., = ὁπωσοῦν, Πλάτ. Πρωτ. 331D, Πολ. 474C, καὶ ἀλλ., πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. καὶ Ἐλμσλ. ἐν Ἀχ. 608, ἴδε καὶ ἐν λ. ἁμός, ἁμοῦ, [[ἁμῶς]].
|lstext='''ἁμῆ''': ἐπίρρ. ([[κυρίως]] ἁμῇ, δοτ. θηλ. τοῦ ἁμός, = τίς), κατά τινα τρόπον· σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται εἰμὴ ἐν τοῖς συνθέτοις ἁμηγέπη ἢ -πῃ, κτλ. κατά τινα τρόπον, κἄπως κτλ., = ὁπωσοῦν, Πλάτ. Πρωτ. 331D, Πολ. 474C, καὶ ἀλλ., πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. καὶ Ἐλμσλ. ἐν Ἀχ. 608, ἴδε καὶ ἐν λ. ἁμός, ἁμοῦ, [[ἁμῶς]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἀμῇ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμῆ Medium diacritics: ἁμῆ Low diacritics: αμή Capitals: ΑΜΗ
Transliteration A: hamē̂ Transliteration B: hamē Transliteration C: ami Beta Code: a(mh=

English (LSJ)

Adv., (properly ἁμῇ, dat. fem. of ἁμός = τὶς) in a certain way, Hp. ap. Gal.19.78: elsewhere in the phrase ἁμῆ γέ πῃ somehow or other, Ar.Ach.608, Pl.Prt.331d, R.474c, etc.

Spanish (DGE)

adv.
I en cierto modo ἄμη (sic) κατά τινα τρόπον Hp. en Gal.19.77, cf. ἁμῶς.
II en comp. c. otras partículas, escrito en una o varias palabras
1 en cierto modo ἀμῆγε· ἀμῆγέπω Hsch., ἁμῇ γέ πῃ Pl.Prt.331d, R.474c, d, Plt.278d, Sph.259d, Clem.Al.Paed.3.5.31, ἀμηγέπη Plu.2.71f, Luc.Lex.10, Ael.NA 14.9, ἁμῃγέπῃ D.Chr.7.17, ἀμηγέπῃ παρ' Ἀττικοῖς Hdn.Gr.1.489, ἀμῃγέπῃ Plot.6.4.21, ἁμηγέπη, ἁμηγέποι Hsch., <ἀ>μηγέπου καὶ <ἀ>μηγέποι Phot.p.91R. (s.u. ἀμηγέπη), cf. Sud.; cf. formas semejantes ἀμόθεν, ἀμουγέπου, ἀμωσγέποι, ἀμωσγέπως, etc.
2 de todas formas, de un modo y otro μιοθοφορεῖν ἁμῃγέπῃ Ar.Ach.608.

French (Bailly abrégé)

v. ἀμῇ.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμῆ: ἐπίρρ. (κυρίως ἁμῇ, δοτ. θηλ. τοῦ ἁμός, = τίς), κατά τινα τρόπον· σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται εἰμὴ ἐν τοῖς συνθέτοις ἁμηγέπη ἢ -πῃ, κτλ. κατά τινα τρόπον, κἄπως κτλ., = ὁπωσοῦν, Πλάτ. Πρωτ. 331D, Πολ. 474C, καὶ ἀλλ., πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. καὶ Ἐλμσλ. ἐν Ἀχ. 608, ἴδε καὶ ἐν λ. ἁμός, ἁμοῦ, ἁμῶς.

Greek Monotonic

ἁμῆ: επίρρ. (αντί ἁμῇ, δοτ. θηλ. του ἁμός = τίς), με συγκεκριμένο τρόπο· ἁμῆ γέ πῃ, με κάποιον τρόπο ή άλλον (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο), σε Πλάτ.

Middle Liddell


in a certain way: ἁμη-γέ-πη ἁμη-γέ-πηι or other, Plat.