ἁμαξουργός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0116.png Seite 116]] ὁ, Wagenbauer, Stellmacher, Ar. Eq. 462.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0116.png Seite 116]] ὁ, Wagenbauer, Stellmacher, Ar. Eq. 462.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />charron.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμαξουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[ἁμαξοπηγός]], ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν, ὁμιλεῖν τὴν χυδαίαν γλῶσσαν τῶν ἁμαξουργῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464.
|lstext='''ἁμαξουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[ἁμαξοπηγός]], ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν, ὁμιλεῖν τὴν χυδαίαν γλῶσσαν τῶν ἁμαξουργῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />charron.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξουργός Medium diacritics: ἁμαξουργός Low diacritics: αμαξουργός Capitals: ΑΜΑΞΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hamaxourgós Transliteration B: hamaxourgos Transliteration C: amaksourgos Beta Code: a(macourgo/s

English (LSJ)

όν, = ἁμαξοπηγός, ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν talk cartwrights' slang, Ar.Eq. 464.

Spanish (DGE)

-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
constructor de carros, carrero σὺ δ' οὐδὲν ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγεις; ¿no dices nada en la jerga de los carreros? Ar.Eq.464.

German (Pape)

[Seite 116] ὁ, Wagenbauer, Stellmacher, Ar. Eq. 462.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
charron.
Étymologie: ἅμαξα, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξουργός: -όν, (*ἔργω) = ἁμαξοπηγός, ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν, ὁμιλεῖν τὴν χυδαίαν γλῶσσαν τῶν ἁμαξουργῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464.

Greek Monolingual

ο (Α ἁμαξουργός)
κατασκευαστής αμαξών, αμαξοποιός
αρχ.
φρ. «οὐδέν ἐξ ἀμαξουργοῦ λέγει», κατά την έκφραση αμαξουργών, χυδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ουργός < ἔργον.
ΠΑΡ. αμαξουργία
νεοελλ.
αμαξουργείο].

Greek Monotonic

ἁμαξουργός: -όν (ἅμαξα, *ἔργω), = ἁμαξοπηγός, ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν, μιλώ τη γλώσσα των κατασκευαστών αμαξών, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξουργός: ὁ Arph. = ἁμαξοπηγός.

Middle Liddell

ἅμαξα, *ἔργω
= ἁμαξοπηγός
ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν to talk cartwrights' slang, Ar.